Η Φωτό Μου

Καθημερινά... με τον Πάνο Αϊβαλή // Επικοινωνία στο email: arkadikovima@gmail.com

et in Arcadia ego



"Χαίρε Ω Χαίρε Ελευθερία" Δ. Σολωμός
28η Οκτωβρίου 1940 - 28η Οκτωβρίου 2017
Τιμούμε τους μαχητές φαντάρους που πολέμησαν στο Αλβανικό μέτωπο, δίνοντας και την ζωή τους στην ιδέα της Ελευθερίας.... Στην μνήμη του Παναγιώτη του Πέτρου Τσαρμπού [από την Καρύταινα] που γύρισε λαβωμένος στο πόδι από το μέτωπο. Αιωνία του η μνήμη.....

Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Η εθνεγερσία της 24ης Φεβρουαρίου 1821

  Ελλάδα,  Ιστορία  

fantasma1.jpg

Το Βατερλό των Φιλικών στο Δραγατσάνι (7/6/1821), 
σε λαϊκή γκραβούρα της εποχής. | Δ. ΦΩΤΙΑΔΗΣ, «Η Επανάσταση του 21» (Αθήνα 1971)


γράφει ο Τάσος Κωστόπουλος
«Ο Μωρέας, η Ηπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία, τα νησία του Αρχιπελάγους, εν ενί λόγω η Ελλάς άπασα έπιασε τα όπλα» 
Αλέξανδρος Υψηλάντης, Επαναστατική προκήρυξη, 24/2/1821 
Μια από τις συνέπειες της καθιέρωσης (επί Οθωνα) της 25ης Μαρτίου ως εθνικής επετείου υπήρξε η αποσύνδεση στη νεοελληνική συλλογική συνείδηση της καθαυτό επαναστατικής εμπειρίας του 1821 από τα προεόρτιά της, έναν μήνα νωρίτερα, στη Μολδοβλαχία.
Κάτι οι ενδοπελοποννησιακοί τοπικιστικοί ανταγωνισμοί (αν η εθνεγερσία ξεκίνησε στην Αχαΐα ή με την απελευθέρωση της Καλαμάτας, δύο μέρες πριν από την υποτιθέμενη ύψωση του λαβάρου στην Αγία Λαύρα), κάτι ο πραγματικός περιορισμός της επανάστασης –ως μαζικού φαινομένου– στα εδάφη που αποτέλεσαν τελικά το πρώτο ελληνικό κράτος, ποιος ο λόγος να θυμάται κανείς πως η εναρκτήρια προκήρυξη του Αγώνα εκδόθηκε στις 24 Φλεβάρη στο Ιάσιο της Ρουμανίας, και μάλιστα με περιεχόμενο πολύ διαφορετικό από τη διεκδίκηση ανεξάρτητης κρατικής οντότητας για τους ελληνόφωνους (και αλβανόφωνους) χριστιανούς που ζούσαν στη νοτιότατη εσχατιά της Βαλκανικής
Η γραμμή της αποσύνδεσης των δύο εγχειρημάτων έχει άλλωστε υπαγορευθεί εδώ κι ενάμιση σχεδόν αιώνα από τον εθνικό μας ιστορικό, τον αρχιτέκτονα της εικόνας που η νοερή κοινότητα των Νεοελλήνων διαμόρφωσε στο μεσοδιάστημα για τη διαχρονική ιστορική της διαδρομή.
«Είναι άραγε αναγκαίον να διέλθωμεν διά μακρών την ελεεινήν εκείνην ιστορίαν;»αναρωτιέται χαρακτηριστικά στο κανονιστικό έργο του, όταν έρχεται η στιγμή να περιγράψει τα γεγονότα της επτάμηνης εκστρατείας του Αλέξανδρου Υψηλάντη και των συντρόφων του μεταξύ Προύθου και Δούναβη (Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», τ. ΙΕ΄, Αθήνα 1971, σ. 21).
Εξίσου αρνητική απέναντι στο εγχείρημα του τσαρικού πρίγκιπα υπήρξε και η αριστερή ιστοριογραφία, που προτίμησε ν’ ασχοληθεί με τα κοινωνικά συμφραζόμενα της νικηφόρας επανάστασης στη νότια Ελλάδα. 
Παρά τον τυχοδιωκτισμό και την αποκοπή του από την εκεί κοινωνία, το κίνημα του Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες δεν παύει όμως ν’ αποτελεί έναν βασικό κρίκο για την κατανόηση της αλυσίδας των διαδικασιών που οδήγησαν στη διαμόρφωση του σημερινού ελληνικού έθνους.
Τη μετάβαση, με άλλα λόγια, από τις υπερτοπικές νοερές κοινότητες των ελληνόγλωσσων αναγνωστών και των ριζοσπαστικοποιημένων μικροαστών της βαλκανικής διασποράς, που οραματίζονταν τη μεταφύτευση της γαλλικής επαναστατικής εμπειρίας στην οθωμανική Ανατολή, στην τελική οικοδόμηση μιας εδαφοποιημένης συλλογικής οντότητας, όπου τα κοινά βιώματα του οκτάχρονου αγώνα λειτούργησαν ως συγκολλητική ύλη και νοηματοδότηση μιας συνειδησιακής τομής, παρ' όλες τις αντιφάσεις (ταξικές ή πολιτισμικές) που εμπεριείχε αυτή η συλλογική διαδρομή. 
Αν μη τι άλλο, ο αυτοκαταστροφικός «αντιπερισπασμός» της Μολδοβλαχίας αποτυπώνει στην καθαρότερη δυνατή μορφή της την κοινωνική δυναμική (και τα όρια) του συνωμοτικού δικτύου της Φιλικής Εταιρείας κατά την ύστερη φάση της μαζικοποίησής του: μια συμμαχία ελληνόγλωσσων ή εξελληνισμένων Βαλκάνιων μικροαστών με τη «φωτισμένη» μερίδα της περιφερειακής χριστιανικής οθωμανικής γραφειοκρατίας, απουσία πολιτικών και οργανωτικών δεσμών με την ντόπια αγροτιά, στήριξη σ’ ένα «πολυεθνικό» συνονθύλευμα επαγγελματιών πολεμιστών και την ενθουσιώδη (αλλά τεχνικά ανεπαρκή) στράτευση της νεανικής αστικής διανόησης.
Στοιχεία που συναντάμε μεν εν μέρει και στον μεγάλο σηκωμό του νότου, με την καθοριστική όμως εδώ ποιοτική διαφορά της κινητοποίησης των αγροτικών μαζών, που προσέδωσε στην εξέγερση τον χαρακτήρα αυθεντικής κοινωνικής επανάστασης· σε αντίθεση, θυμίζουμε, προς τις γραπτές οδηγίες του Υψηλάντη, που απαγόρευαν ρητά «να αρματωθή ο τυχών, διά την προξενουμένην σύγχυσιν και ζημίαν από την απειρίαν του όχλου», αλλά να παραμείνει η στρατολογία κάτω από τον πλήρη έλεγχο των προεστών και του αδερφού του (Χ. Τρικούπης, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Α΄, Εν Λονδίνω 1860, σ. 29).
Στην περίπτωση του κινήματος των Ηγεμονιών, το υπό συγκρότηση επαναστατικό υποκείμενο παρέμεινε αντίθετα μέχρι τέλους εντελώς φανταστικό, περιλαμβάνοντας (όπως διαπιστώνουμε από την εναρκτήρια προκήρυξη του Ιασίου) ακόμη και περιοχές όπως η Σερβία ή η Βουλγαρία, η απρόσκοπτη υπαγωγή των οποίων στη μελλοντική Ελλάδα τεκμαιρόταν με βάση την υποτιθέμενη καταγωγή των (χριστιανών) κατοίκων τους από τους 300 του Λεωνίδα και τους Αθηναίους τυραννοκτόνους Αρμόδιο και Αριστογείτονα... 
Διακόσια σχεδόν χρόνια μετά, η ελληνική βιβλιογραφία για τα γεγονότα αυτά εξακολουθεί να εμπλουτίζεται. Οχι μόνο με νεωτερικές ιστοριογραφικές επεξεργασίες, απόρροια των καινούργιων ερωτημάτων που θέτει η εξέλιξη της θεωρίας και της κοινωνίας σε παλιά ζητήματα, αλλά και με ελληνικές μεταφράσεις έργων που είδαν παλαιότερα το φως σε λιγότερο προσιτές γλώσσες.
Ακόμη και πρωτογενών πηγών, που παρέμεναν στα αζήτητα από τη μακρινή εκείνη εποχή.

Τι ζητούν οι Ελληνες στη Μολδοβλαχία;

Η διάβαση του Προύθου από τον Υψηλάντη (21/2/1821). Μεταγενέστερος –εξιδανικευτικός– πίνακας του Βαβαρού ρομαντικού ζωγράφου Πέτερ Φον Ες | 
Τα απομνημονεύματα γράφονται λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο το εξιστορούμενο παρελθόν αλλά και το μελλοντικό κοινό, μπροστά στα μάτια και την κρίση του οποίου θα ξεδιπλωθεί η ζωή του αυτοβιογραφούμενου.
Αυτός ο τελευταίος παράγοντας διαδραματίζει συχνά εξίσου αποφασιστικό ρόλο, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του τελικού πονήματος, με τη διάνοια, τον χαρακτήρα ή την ποιότητα της γραφίδας του συγγραφεα: όσο πιο αντιφατικό, απαιτητικό και λιγότερο δεδομένο είναι αυτό το νοερό κοινό τόσο πιο ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται συνήθως και η αφήγηση. 
Στην περίπτωση των αδελφών Καντακουζηνού, δυο Ρώσων ευγενών ελληνομολδαβικής καταγωγής που μετείχαν στα πρώτα στάδια της Ελληνικής Επανάστασης και εξέδωσαν τις αναμνήσεις τους το 1824 στη Χάλλη της Γερμανίας, το δυνητικό αυτό κοινό απαρτιζόταν από δύο κυρίως υποσύνολα: παλιούς συντρόφους, ενώπιον των οποίων τα δύο αδέρφια απολογούνται για τις ατομικές επιλογές τους όσον αφορά τη διεξαγωγή και την εγκατάλειψη του αγώνα, κυρίως όμως την τοπική κοινωνία της Σαξονίας, στην οποία οι συγγραφείς προσπαθούσαν να ενταχθούν και προς την οποία πρωτίστως απευθύνονταν, αφού το βιβλίο τους κυκλοφόρησε στα γερμανικά.
Εξ ου και ο υπόρρητα απολογητικός τόνος του, οι επανειλημμένες προσπάθειες να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις περί κοινωνικού ριζοσπαστισμού του ελληνικού εθνικού κινήματος, η απουσία εξιδανίκευσης των επαναστατικών πεπραγμένων· αυτό το τελευταίο υπαγόρευε άλλωστε η ανάγκη, όχι μόνο πειστικότητας απέναντι στο γερμανικό αναγνωστικό κοινό, αλλά και δικαιολόγησης της δικής τους απομάκρυνσης από μια σύρραξη που δεν είχε ακόμη κριθεί. 
Το βιβλίο συγκροτείται από δυο μέρη:
(α) το «Υπόμνημα» που ο Γεώργιος Καντακουζηνός, συνταγματάρχης του ρωσικού στρατού και σύντροφος του Αλέξανδρου Υψηλάντη, συνέταξε τον Οκτώβριο του 1821, μετά την αναχώρησή του από τη Μολδοβλαχία, εξιστορώντας τη δράση του εκεί, και
(β) 33 ανώνυμες επιστολές του 1821 από τη νότια Ελλάδα, όπου περιγράφονται τα συμβάντα στα οποία μετείχε ο Αλέξανδρος Καντακουζηνός, στενός συνεργάτης του Δημητρίου Υψηλάντη, που είναι και ο πιθανότερος συντάκτης τους.
Η ελληνική έκδοση («Δυο πρίγκιπες στην ελληνική επανάσταση», Αθήνα 2015, εκδ. Ασίνη) συμπληρώνεται από μια εκτενέστατη εισαγωγή –κι εξίσου εκτενή σχόλια– του πανεπιστημιακού καθηγητή Βασίλη Παναγιωτόπουλου. 
Η αφήγηση του Γεωργίου, που θα μας απασχολήσει εδώ, αποτελεί μια συνοπτική μεν, αλλά εξαιρετικά ζωντανή περιγραφή του απονενοημένου διαβήματος των Φιλικών στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
Εγχειρήματος κυριολεκτικά μπρανκαλεονικού, με τα ετερόκλητα επαναστατικά στρατεύματα να περιφέρονται επί της ουσίας άσκοπα σε μια χώρα αδιάφορη ή εχθρική, εν αναμονή μιας εξωτερικής επέμβασης που αρκετά νωρίς συνειδητοποιούν ότι δεν πρόκειται να 'ρθεί.
Εμπειρία, επιπλέον, σημαδεμένη από τις αλλεπάλληλες απογοητεύσεις του αριστοκράτη αφηγητή για το έμψυχο υλικό που έχει κληθεί να διοικήσει· υλικό που απαρτίζεται μεν κυρίως από επαγγελματίες πολεμιστές (Βαλκάνιους μισθοφόρους των Ηγεμονιών) κι όχι απλούς χωρικούς, διατηρεί όμως όλα τα χαρακτηριστικά ενός προνεωτερικού συλλογικού υποκειμένου. 

Αρχηγός των ατάκτων 

Οι διαψεύσεις ξεκινούν αμέσως μετά το πέρασμα του Προύθου και την άφιξη του επιτελείου του Υψηλάντη στο Ιάσιο της Μολδαβίας:
«Αντί των 2.000 ανδρών, που κατά τις διαβεβαιώσεις του Δούκα, του Ορφανού και του Λασσάνη επρόκειτο να βρούμε, δεν μπορέσαμε να μαζέψουμε παρά 250 Αλβανούς, Σέρβους, Βουλγάρους και Μολδαβούς, ανθρώπους μαθημένους στην τεμπελιά, στην ακολασία και στη λεηλασία» (σ. 262). 
Ευθύς εξαρχής, τα ήθη των μαχητών αναδεικνύονται σε κυρίαρχο ζήτημα – στον απολογισμό, τουλάχιστον, του αφηγητή:
«Βλέποντας την αταξία και την ασυδοσία των Αλβανών, έθεσα στον πρίγκηπα το θέμα:εάν δεν μάθαινε τους στρατιώτες του από την αρχή σε αυστηρή πειθαρχία, αργότερα, όταν θα γίνονταν πολυπληθέστεροι, δεν θα μπορούσε να τους χαλιναγωγήσει».
Ο Υψηλάντης όμως, αδιαφορώντας γι’ αυτές τις συμβουλές, «επέτρεπε στον καθένα να μαζεύει γύρω του ανθρώπους και να σηκώνει μια σημαία. Αυτή η κακή τακτική μάζεψε αυτόν τον αριθμό άχρηστων ανθρώπων και αυτό το πλήθος των αρχηγών που ούτε βάσεις είχαν, ούτε ήθος. Οταν αφήσαμε το Ιάσιο είχαμε λιγότερους από 400 άνδρες και 18 αρχηγούς με τις σημαίες τους» (σ. 263).
«Χρησιμοποίησα όλα τα μέσα που μπορούσα να φανταστώ για να επιβάλω την τάξη ανάμεσα στους άνδρες, να περιορίσω τις λεηλασίες και να συνηθίσω τους επικεφαλής στην υπακοή. Ολες μου οι προσπάθειες όμως έμειναν άκαρπες» – γι’ αυτό και, μετά την άφιξή τους στο Πλοέστι (23/3), παραιτείται από τα καθήκοντα του αξιωματικού υπηρεσίας (σ. 265). 
Για τις επιπτώσεις αυτών των πρακτικών στον τοπικό πληθυσμό, ο Καντακουζηνός είναι βέβαια μάλλον διακριτικός.
Με μοναδική εξαίρεση μια παρεμπίπτουσα, λακωνική παραδοχήκατά την αποστολή του από το Τιργκοβίστι προς το Γαλάτσι, τον Μάιο του 1821, γράφει:
«Ηθελα να αποφύγω να πάρω μαζί μου Αλβανούς, για ν’ αποφύγω να ερημώσω τη Μολδαβία, όπως είχε αρχίσει να γίνεται στη Βλαχία» (σ. 270). 

Επήλυδες και ντόπιοι 

Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που ο ντόπιος πληθυσμός απουσιάζει ουσιαστικά από την όλη αφήγηση – με κάποιες σποραδικές, κι εδώ, εξαιρέσεις.
Μετά την αναδίπλωση του Υψηλάντη στο Τιργκοβίστι, διαβάζουμε, «είχαν οριστεί 2.500 κάτοικοι της πόλης για τις οχυρωματικές εργασίες», μισθοδοτούμενοι «για τις εργασίες που είχαν εκτελέσει» (σ. 269).
«Τα βουνά της Μπράντσα», σημειώνει πάλι παρακάτω ο αφηγητής, «τα βρήκα κατειλημμένα από τους κατοίκους που είχαν λάβει διαταγή από τον Ισπράβνικο να συγκεντρωθούν οπλισμένοι και να μη με αφήσουν να περάσω. Μου κόστισε απίστευτη κούραση και προσπάθεια να κερδίσω αυτούς τους ανθρώπους για να μ’ αφήσουν όχι μόνο να περάσω αλλά και να μου δώσουν τρόφιμα για τους άνδρες μου· οι παρακλήσεις και το χρήμα βοήθησαν σ’ αυτό» (σ. 279). 
Εξίσου επώδυνη με τις υλικές καταστροφές αποδεικνύεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις η αποψίλωση των τοπικών πόρων διαβίωσης από τα ξένα στρατεύματα·φαινόμενο που ο Λέων Τρότσκι θα περιγράψει αργότερα, ως αυτόπτης μάρτυρας των Βαλκανικών πολέμων, ως τον «πόλεμο που τρέφει τον εαυτό του».
Η περιγραφή του Καντακουζηνού είναι κι εδώ αρκετά εύγλωττη:
«Αν και στο Ιάσιο είμαστε περίπου 350 άνθρωποι, καταναλώναμε καθημερινά 4.000 ψωμιά και ακόμα υπήρχαν διαμαρτυρίες για τις ελλείψεις».
Τα αποθηκευμένα τρόφιμα και ζωοτροφές «γρήγορα έμαθα ότι πολλοί αρχηγοί τα μοίραζαν μεταξύ τους και τα πουλούσαν» (σ. 282).
Οταν διέταξε, τέλος, τους οπλαρχηγούς να καταλάβουν συγκεκριμένες θέσεις στα περίχωρα, αυτοί «δήλωσαν ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν την πόλη πριν φανεί ο εχθρός και ότι αν δεν μπορέσουν να την κρατήσουν, θα της βάλουν φωτιά και θα την κάψουν» (σ. 286). 
Για τον ευπατρίδη αφηγητή, σημασία είχε βέβαια κυρίως η εγχώρια αριστοκρατία.
«Ακόμα και οι Βογιάροι [οι Ρουμάνοι ευγενείς] μάς εγκατέλειψαν, αφού για μερικές ημέρες διαπραγματεύονταν μαζί μας», σημειώνει στην αρχή των αναμνήσεών του (σ. 266), ενώ ακόμη γλαφυρότερος είναι όταν περιγράφει τις προσπάθειές του να σταθεροποιήσει την κατάσταση, λίγο πριν από την τελική κατάρρευση
«Αυτή λοιπόν ήταν η κατάσταση την οποία επρόκειτο να συναντήσω στη Μολδαβία. Αντί των 2.600 ανδρών και των 28 κανονιών που έπρεπε να βρίσκονται στο Γαλάτσι, βρήκα την πόλη στα χέρια των Τούρκων, τους Ελληνες νικημένους και τα κανόνια να έχουν λαφυραγωγηθεί. Στο Ιάσιο βρήκα, αντί μια νόμιμη Κυβέρνηση και ένα στρατιωτικό σώμα 1.400 ανδρών, τίποτα άλλο παρά τον Πεντεδέκα με 70 Αλβανούς, 50 Ελληνες και περίπου 90 Μολδαβούς και Τσιγγάνους, που τους ονομάζανε Κοζάκους και που ήτανε οι περισσότεροι άοπλοι και χωρίς στολές! [...]
Σ’ αυτή την κατάσταση αποφάσισα να καλέσω τους Βογιάρους δεύτερης και τρίτης τάξεως να γυρίσουν πίσω και να τεθούν επικεφαλής της Κυβερνήσεως, για να μπει μια τάξη και να σταματήσει η καταστροφή της χώρας» (σ. 281). 
Την εποχή που συνέβαιναν τα παραπάνω, στην ύπαιθρο της Βλαχίας διεξαγόταν μια παράλληλη επαναστατική διαδικασία με σαφή κοινωνικά χαρακτηριστικά: η αγροτική εξέγερση του Τουντόρ («Θεόδωρου») Βλαδιμηρέσκου.
Ο Καντακουζηνός υπολογίζει τους ένοπλους αγρότες του τελευταίου σε 7.100, συν 1.500 του συμπολεμιστή του Σάββα Καμινάρη, τη στιγμή που ο Υψηλάντης διέθετε μόλις 985 πολεμιστές και οι σύμμαχοί του οπλαρχηγοί κάπου 2.500 (σ. 271-2).
Στους αριστοκράτες επικεφαλής του ελληνικού «αντιπερισπασμού», τα επαναστατημένα αυτά πλήθη ήταν όμως μάλλον απωθητικά.
Αναχωρώντας στις 9 Μαΐου από το Τιργκοβίστι για τη Μολδαβία, θυμάται ο συγγραφέας, «συμβούλεψα τον πρίγκηπα Υψηλάντη, για πολλοστή φορά, να μην έχει καμία εμπιστοσύνη στον Σάββα και τον Θεόδωρο [...]. Αλλά ο πρίγκηπας τους κοινοποίησε, μέσω κάποιου Μακεντόνσκυ, όλα τα σχέδιά του» (σ. 271).
Λίγο αργότερα, ο Βλαδιμηρέσκου δολοφονήθηκε πάντως από τους ανθρώπους του Υψηλάντη, με την κατηγορία της «προδοσίας» (27/5/1821)· ενέργεια που σηματοδότησε και την οριστική αποκοπή της στρατιάς των Φιλικών από την τοπική κοινωνία. 

Ο σώζων εαυτόν σωθήτω 

Ο Αλέξανδρος Καντακουζηνός στη Μονεμβασιά (αριστερά), ο Γεώργιος Καντακουζηνός με την πολυμελή οικογένειά του στη μετεπαναστατική Αθήνα (δεξιά) | 
Σημείο τομής για την αποσύνθεση του κινήματος αποτέλεσε η είδηση της αποκήρυξής του από τον τσάρο και τον Καποδίστρια, αποκήρυξης που ενταφίαζε οριστικά τα σχέδια για ρωσική στρατιωτική επέμβαση:
«Τότε άρχισαν ανωμαλίες και λεηλασίες κάθε είδους. Κανένας δεν σκεφτόταν πλέον τον πατριωτικό πόλεμο, αλλά καθένας ζητούσε να έχει το πλεονέκτημα. [...] Κάθε οπλαρχηγός προσπαθούσε να πάρει με το μέρος του όσους περισσότερους άνδρες μπορούσε και έτσι από τους 3.000 άνδρες που αρχικά είχαμε συγκεντρώσει, στον πρίγκηπα έμειναν πιστοί, ως Ιερός Λόχος, μόνο 300 άνδρες. [...]
Η πορεία μας από την Κολεντίνα στο Τιργκοβίσι έμοιαζε με φυγή: επικρατούσε φοβερή αταξία, τα τρόφιμα έλειπαν και ο καθένας προσπαθούσε να αποκτήσει όσο μπορούσε περισσότερα» (σ. 267). 
Με δεδομένη την κατάρρευση του εγχειρήματος, ως μόνη προοπτική επιβίωσης διαφαινόταν πλέον η καταφυγή στον επαναστατημένο Μοριά.
Προοπτική που αφορούσε όμως μόνο τον κεντρικό πυρήνα των επαναστατών και όχι τους επαγγελματίες πολεμιστές που είχαν συρρεύσει ευκαιριακά κάτω από την ίδια σημαία:
«Στη θλιβερή μας κατάσταση ελπίζαμε να μας επέτρεπαν οι Σέρβοι τη διάβαση προς την Ελλάδα. Εμείς θα περνούσαμε μόνο με τον Ιερό Λόχο, γιατί οι περισσότεροι Αλβανοί σ’ εκείνα τα μέρη είχαν εγκατασταθεί καλά και δεν ήθελαν να περάσουν το Δούναβη» (σ.267). 
Ολα αυτά τα σχέδια θάφτηκαν, ως γνωστόν, οριστικά στο Δραγατσάνι και επισφραγίστηκαν με τη φυγή του υψηλαντικού επιτελείου στην Αυστρία.
Εχοντας εγκαταλείψει τη Βλαχία για τη Μολδαβία ήδη από τον Μάιο, ο Καντακουζηνός θ’ αποφύγει την ύστατη αντιπαράθεση με τον εκεί οθωμανικό στρατό στο Σκουλένι (17/6/1821), καταφεύγοντας στο ρωσικό έδαφος με πρόσχημα μιαν ακόμη ανταρσία των υφισταμένων του.
Δέκα μέρες νωρίτερα, είχε ωστόσο προλάβει ν’ αναλύσει με ωμό ρεαλισμό σ’ έναν απ’ αυτούς, τον οπλαρχηγό Θανάση Καρπενησιώτη, πόσο ανώφελη έβλεπε την ηρωική αυτοθυσία τους «σε μια εχθρική χώρα» (σ. 287). 

Τα ίχνη του Μόσκοβου

Ηττημένοι επαναστάτες της Μολδοβλαχίας στην αυτοεξορία. Σκίτσο εκ του φυσικού, δημοσιευμένο σε ελβετική έκδοση της εποχής (1828) | Δ. ΦΩΤΙΑΔΗΣ, «Η Επανάσταση του 21» (Αθήνα 1971)
Το πιο κρίσιμο ίσως ερώτημα γύρω από το κίνημα του Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες αφορά την πραγματική έκταση της εμπλοκής του ρωσικού κράτους στο όλο εγχείρημα.
Η εντυπωσιακή αδράνεια του ασφυκτικού πλέγματος ασφαλείας απέναντι στις κινήσεις του στρατηγού κατά το προηγούμενο διάστημα, η κάλυψη του συνωμοτικού δικτύου της Φιλικής Εταιρείας από τις ίδιες υπηρεσίες αλλά και μια ακριτομυθία της τσαρίνας Ελισάβετ στην ιδιωτική της αλληλογραφία (περί «αποστολής» του Υψηλάντη στην τότε ρωσοτουρκική μεθόριο) αποτελούν πρώτης τάξης τροφή για τα σχετικά σενάρια, από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας. 
Εξαιρετικά καλοδεχούμενη, ως εκ τούτου, η πρόσφατη έκδοση δύο κλασικών έργων του παλαίμαχου Γκριγκόρι Αρς, του συστηματικότερου μέχρι σήμερα ερευνητή των ρωσικών αρχείων για ό,τι σχετίζεται με τη νεοελληνική Ιστορία.
Το 2011 κυκλοφόρησε η ελληνική μετάφραση της διδακτορικής του διατριβής («Η Φιλική Εταιρεία στη Ρωσία», εκδ. Παπασωτηρίου) και ακολούθησε το 2015 η μονογραφία «Ο Ιωάννης Καποδίστριας στη Ρωσία» (εκδ. Ασίνη) – υπό την αιγίδα, και τα δύο, του Κέντρου Ελληνορωσικών Ιστορικών Ερευνών. 
Πρωτοδημοσιευμένη στη Μόσχα το 1970, η διατριβή του Αρς συνδυάζει την αξιοποίηση των διαθέσιμων ελληνικών πηγών με μεγάλο αριθμό ρωσικών εγγράφων.
Ιδιαίτερα διαφωτιστικές είναι οι πληροφορίες που μας παρέχει για την «υπόθεση Γαλάτη» (την ανακάλυψη και συγκάλυψη της Εταιρείας από τις ρωσικές Αρχές το 1817), αλλά και για την υλική υποστήριξη που οι Φιλικοί τής τότε Νότιας Ρωσίας παρείχαν στο κίνημα του Υψηλάντη· δραστηριότητα που πολλαπλασίασε μεν τις υποψίες πως η Φιλική Εταιρεία δρούσε ως προέκταση του ρωσικού βαθέος κράτους, συνεχίστηκε όμως και μετά τη λήψη των πρώτων απαγορευτικών μέτρων από τις εκεί Αρχές, τον Απρίλιο του 1821. 
Χωρίς ν’ αποσαφηνίζονται τελεσίδικα οι στρατηγικές επιλογές της ρωσικής ηγεσίας, το βιβλίο τεκμηριώνει ενδελεχώς την ανεκτική στάση των ανώτερων κλιμακίων της παραμεθόριας (τουλάχιστον) διοίκησης απέναντι στους επαναστάτες.
Στάση που μπορεί να υπαγορευόταν από απλή συμπάθεια προς ένα ομόδοξο έθνος («Οι Ελληνες μάχονται απελπισμένα κι εμείς οι ορθόδοξοι καθόμαστε και κοιτάμε», γράφει χαρακτηριστικά τον Μάιο σε ιδιωτική επιστολή του ο διοικητής της Βεσσαραβίας, Ι. Ν. Ιντζόφ), ίσως όμως αρχικά να υπάκουε και σε κεντρικές οδηγίες. Τα σχετικά τεκμήρια παραμένουν, πάντως, ζητούμενα. 
Ακόμη διαφωτιστικότερο είναι ένα μεταγενέστερο άρθρο του Αρς (1989), ενσωματωμένο ως παράρτημα στην ελληνική έκδοση.
Με βάση αρχειακό υλικό που κατέστη προσβάσιμο στον συγγραφέα μετά την ολοκλήρωση της διατριβής του, παρέχει άγνωστα μέχρι σήμερα στοιχεία για τις κινήσεις των ιδρυτών της Φιλικής στην Οδησσό κατά την εκκόλαψη της οργάνωσης, κυρίως όμως αποκαλυπτικές πληροφορίες για τη διαπλοκή του Υψηλάντη με τα υψηλόβαθμα κλιμάκια της ρωσικής διπλωματίας.
Μία μόλις μέρα μετά την κήρυξη της επανάστασης, μαθαίνουμε, ο τελευταίος έστειλε στον Ρώσο πρέσβη της Κωνσταντινούπολης ένα πακέτο εγγράφων προς διανομή σε εγχώριους αποδέκτες· μεταξύ άλλων, και την (άκαρπη) εντολή προς την τοπική εφορεία των Φιλικών για εμπρησμό της οθωμανικής πρωτεύουσας, κατάληψη του ναυστάθμου και απαγωγή του σουλτάνου.
Εντολή που ο Αρς σκιαγραφεί μεν υπαινικτικά στο δημοσίευμα του 1989, παραθέτει όμως αυτολεξεί στην έκδοση της αλληλογραφίας του Υψηλάντη που συνεπιμελήθηκε αργότερα με τον καθηγητή Σβολόπουλο («Alexandre Ypsilanti. Correspondance», Θεσσαλονίκη 1999, εκδ. ΙΜΧΑ, σ. 72). 
Εξίσου ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται η εξιστόρηση της καριέρας του Καποδίστρια στην υπηρεσία του τσάρου, που πραγματεύεται το δεύτερο βιβλίο του Αρς. Βασισμένος κυρίως σε ρωσικό αρχειακό υλικό, ο συγγραφέας παρακολουθεί τη διαδρομή τού μετέπειτα κυβερνήτη, από τα πρώτα του βήματα ως απλού διπλωματικού υπαλλήλου στην Αγία Πετρούπολη (1809-11) και την ταχύτατη ανάδειξή του σε υπουργό Εξωτερικών (1815), μέχρι τον παραγκωνισμό και την εύσχημη καθαίρεσή του λόγω της Ελληνικής Επανάστασης (8/8/1822).
Η αφήγησή του αναδεικνύει τις αντιφάσεις που ο βιογραφούμενος βίωνε ως ανώτατος αξιωματούχος μιας ευρωπαϊκής δύναμης, από τη μια, και φορέας μιας συντηρητικής εκδοχής του ελληνικού εθνικισμού, από την άλλη.
Ενθερμος πολέμιος της Φιλικής Εταιρείας το 1819-20, όταν καταδίκαζε με ταξική υπεροψία τα στελέχη της σαν «κακομοίρηδες που ανακατεύονται με υποθέσεις που δεν υπάγονται, ούτε θα υπαχθούν ποτέ στην αρμοδιότητά τους», συνειδητός όμως ταυτόχρονα προστάτης τους απέναντι στην οθωμανική εξουσία και τις ευρωπαϊκές αστυνομίες· άνθρωπος που πρωτοστατούσε στους σχεδιασμούς της Ιερής Συμμαχίας για την εξάλειψη της «επαναστατικής μόλυνσης», αλλά που μετά το ξέσπασμα της εθνεγερσίας σχεδίαζε έναν ρωσοτουρκικό πόλεμο, ως μόνη προοπτική σωτηρίας του γένους. 
Το αποκορύφωμα αυτών των αντιφάσεων ήρθε τον Μάρτιο του 1821, όταν ο Καποδίστριας ένιωσε να συνθλίβεται ανάμεσα στον ενδόμυχο θαυμασμό του για τη χειρονομία του Υψηλάντη και την οργανική ένταξή του στο επιτελείο της πανευρωπαϊκής αντεπανάστασης.
«Η επιστολή του είναι το άκρον άωτον της τελειότητας κι εγώ ήμουν καταδικασμένος να της απαντήσω», έγραφε για τον πρώτο στην κοινή τους φίλη, Ρωξάνδρα Στούρτζα (26/3/1821), για ν’ ακολουθήσει, τέσσερις μέρες μετά, η ορθολογική δικαιολόγηση της στάσης του προς τον αδελφό της Αλέξανδρο«Τη στιγμή που την Ευρώπη απειλούν από παντού οι επαναστατικές εκρήξεις, πώς να μην αναγνωρίσουμε στην έκρηξη που συνέβη στις Ηγεμονίες το πανομοιότυπο αποτέλεσμα των ίδιων καταστροφικών αρχών, των ίδιων σκευωριών», που δική του αποστολή ήταν να καταπνίγει; 
_________________

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Η μετανάστευση των Ελλήνων στις Η.Π.Α. και τα πρώτα χρόνια στην Αμερική



ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η έξαρση της εξωτερικής μετανάστευσης που σημειώνεται στις αρχές του αιώνα αρχίζει ουσιαστικά µετά το 1890. Χαρακτηριστικό της περιόδου από τότε µέχρι τον Β’ παγκόσμιο πόλεµο, είναι πως το μεταναστευτικό ρεύµα κατευθύνεται σχεδόν όλο προς τις Η.Π.Α., αντίθετα µε τη μεταπολεμική περίοδο που ο προσανατολισµός αλλάζει κυρίως προς Αυστραλία και Δυτική Ευρώπη. Το θέµα της μετανάστευσης βέβαια είναι τεράστιο και πολύπλοκο και είναι ασφαλώς αντικείμενο της ιστορικής και κοινωνιολογικής έρευνας. Εδώ σύντοµα θα προσπαθήσουµε να ρίξουµε µατιές στο φαινόμενο αυτό κύρια για τη περίοδο που µας απασχολεί, δηλ. τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα. Από το 1823 έως το 1889 έχουν καταγραφεί συνολικά 2.187 μετανάστες από τους οποίους οι 2.182 για τις Η.Π.Α. Το 1890 ο αριθµός τους φτάνει τους 525, το 1891, τούς 1.105 Κ.Ο.Κ. για να φθάσει στο 1900 στους 3.711. Στα χρόνια δηλαδή από το 1898 έως το 1900 υπάρχει µια αύξηση, πού οφείλεται σε μια σειρά γεγονότων τα οποία αναγκάζουν μεγαλύτερα στρώματα ιδίως του αγροτικού πληθυσμού να εγκαταλείψουν τη χώρα για τις Η.Π.Α. 
Kαι τέτοια κυρίως είναι: ο άτυχος πόλεμος με τους Τούρκους, η κήρυξη της χώρας σε πτώχευση, η επιβολή του Δ.Ο.Ε. (Διεθνούς Οικονομικού Έλεγχου). Ακολουθούν όμως ακόμα πιο δύσκολα και οδυνηρά χρόνια. Ο αριθμός των μεταναστών μόνο για το 1907 (πού αποτελεί αιχμή) φτάνει στους 36.580. Η Ελλάδα είχε τότε πληθυσμό 2.631.952 κατοίκων. Δηλ. σε ένα μόνο χρόνο έφυγε το 15 τοις χιλίοις του πληθυσμού. Κάμψη παρουσιάζεται στη περίοδο των βαλκανικών πολέμων όπου μάλιστα παρατηρείται και επιστροφή πολλών μεταναστών πού πήραν μέρος στους απελευθερωτικούς πολέμους τού 1912-13. Μετά πάλι έξαρση με μια ανάπαυλα στη διάρκεια τού Α’ παγκοσμίου πολέμου. Από το 1924 και πέρα ο αριθμός των καταγραφομένων μεταναστών μειώνεται σημαντικά, αφού ήδη η αμερικανική κυβέρνηση έχει πάρει μέτρα περιορισμού γενικά για τους μετανάστες από όλες τις χώρες. 
Τα επίσημα λοιπόν στοιχεία ανεβάζουν, από το 1890 περίπου μέχρι το 1922, τον αριθμό των μεταναστών σε 400.000 περίπου. Αυτά όμως αφορούν σε όσους έρχονται από την Ελλάδα, την ελεύθερη κάθε φορά. Όσοι όμως πήγαιναν από τη σκλαβωμένη πατρίδα ή τη Μικρά Ασία, την Κύπρο ή τα Δωδεκάνησα, έµπαιναν με άλλη υπηκοότητα. Εξ άλλου υπήρχε και η λαθραία μετανάστευση και μάλιστα πολύ ανεπτυγμένη. Επομένως δεν είναι καθόλου υπερβολή να διατυπώσουμε το συμπέρασμα, πώς για την πάρα πάνω περίοδο ο αριθμός των ‘Ελλήνων πού εγκατέλειψαν τη χώρα για τις Η.Π.Α. περνάει πολύ το μισό εκατομμύριο. 

Η κατάσταση στην Ελλάδα 
Ας δούµε όµως τι συνέβαινε µε τις συνθήκες της ζωής, ιδίως της αγροτιάς πού έδωσε και το μεγαλύτερο ποσοστό στον όγκο των μεταναστών. Από την «Ιστορία τού αγροτικού κινήµατος» τού Γιάννη Κορδάτου αντιγράφουμε: «Όλοι όσοι πονούσαν τον αγρότη του Μωρηά περιγράφουν την αθλιότητα µέσα στην οποία ζούσε. Ξυπόλυτος, γυµνός, κουρελής, ατροφικός. Το κρέας δεν το δοκίμαζε παρά µόνο δυό φορές το χρόνο. Το κρεµύδι, η µποµπότα και η ελιά ήταν το µόνιµο φαγητό του, χρόνο καιρό πεινούσε. Τον καρπό που έφτυνε αίµα για να τον μαζέψει του τον έπαιρναν οι τοκογλύφοι, οι έµποροι και οι άλλοι εκμεταλλευτές του. Σχολεία δεν υπήρχαν, γράµµατα δεν µάθαινε, ζούσε σε τρώγλες και έκλαιγε τη µοίρα του.. Όλα του ήταν µαύρα και σκοτεινά, γι’ αυτό άµα άνοιξεν της Αµερικής ο δρόµος εκπατριζόταν. Ή μετανάστευσή του ήταν η µόνη σανίδα σωτηρίας». Και ο ίδιος σε άρθρο του για τη «µελέτη του αγροτικού» γράφει: «μετανάστευση είναι αδιάψευστο επιχείρημα για την άθλια οικονοµική και κοινωνική κατάσταση των μικροϊδιοκτητών.» . 
Από το βιβλίο του Μπάµπη Μαλαφούρη «Έλληνες της Αµερικής: 1528-1928» (Νέα Υόρκη 1948) αντιγράφουμε: «Στην Πελοπόννησο, από την οποία άρχισε η οµαδική μετανάστευση περί τα τέλη του περασµένου αιώνος, οι µικροϊδιοκτήται ήταν στο έλεος των τοκογλύφων, που τους προστάτευε ο Νόµος µε την προσωπική κράτησις για χρέη. Εξ άλλου, στη Θεσσαλία, όπου επικρατούσε η µεγάλη ιδιοκτησία και όπου ένας µικρός αριθµός ιδιοκτητών έξεµεταλεύετο τις πιο εύφορες εκτάσεις µε σύστηµα σχεδόν φεουδαρχικό, οι γεωργοί, πριν εφαρμοσθούν τα μεταρρυθμιστικά µέτρα του 1911, ήταν κάτι η παραπλήσιο προς τους δουλοπαροίκους». Στο ίδιο βιβλίο δηµοσιεύονται τα πορίσµατα µελετών, φοιτητών τού Πανεπιστημίου Αθηνών, πού εξέδωσε το 1917 ο καθηγητής Ανδρέας Μιχ. Άνδρεάδης. Κάθε φοιτητής εξέτασε τα αίτια της αποδημίας από την ιδιαίτερή του επαρχία η δήµο. 
Στις µελέτες αυτές αντιπροσωπεύονται οι περιοχές: Αρκαδίας, Πάτρας, Καλαβρύτων, Τεγέας, Κορινθίας, Αγρινίου, Τρικάλων, Ευρυτανίας, Κεφαλληνίας, Κρήτης, Μυτιλήνης και αρκετές περιοχές Μακεδονίας και Ηπείρου. Πάνω κάτω παρουσιάζουν όλες οι περιοχές, έξω από τις ιδιομορφίες τους, κοινά χαρακτηριστικά πού χοντρικά είναι τα έξης: Κάθε χρόνο άδειαζε τον 1 εως 1,5% των κατοίκων κάθε περιοχής. Χωριά που πριν την ακµή της µετανάστευσης είχαν 400 κατοίκους, µετά το 1917 είχαν 150-200. Η τοκογλυφία οργίαζε. Ο τόκος, ήταν 20-30% σε χρήµα, άλλα οι δανειστές έπαιρναν από τούς οφειλέτες τους, γάλα, βούτυρο, και αλλά προϊόντα, ανεβάζοντας τον τόκο σε 70 ή και 80%. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση πως οι μετανάστες δεν προερχόντουσαν όλοι από τα πιο φτωχά τµήµατα του αγροτικού πληθυσμού. Το ταξίδι απαιτούσε αρκετά χρήµατα και οι πράκτορες η οι τοκογλύφοι που θα δάνειζαν το απαραίτητο για τα ναύλα ποσό, ζητούσαν εξασφάλιση. Έτσι µικροκτηµατίες µε υποθηκευμένα κτήµατα ήσαν πολλοί μεταξύ των µεταναστών. 
Βέβαια και για τους τελείως φτωχούς και άκληρους υπήρχε ο τρόπος. Τους δέσµευαν µε συµβόλαια έργασίας και έτσι ξεχρέωναν τα ναύλα τους, σκλάβοι στην κυριολεξία, στους σιδηροδρόµους η στα ορυχεία τού Κολοράδο. Ακόµα και µικρά παιδιά και εφήβους 8-12 χρονών στρατολογούσαν για τα στιλβωτήρια πού διατηρούσαν κυρίως Έλληνες στις µεγάλες πόλεις των Η.Π.Α. Μεγάλο ρόλο έπαιξαν και οι πράκτορες των µεταναστευτικών γραφείων και των ατμοπλοϊκών εταιρειών πού διαφήµιζαν το πλούτο και τις ευκαιρίες που παρουσίαζε η Αµερική. Ενδεικτικό του ότι οι Έλληνες πήγαιναν µε πρόθεση να µείνουν προσωρινά στην Αµερική, είναι το γεγονός οτι έφευγαν µόνο άντρες σε αντίθεση µε τους µεταναστες από άλλες χώρες. Έτσι άδειαζε ο τόπος από το πιο ζωντανό και παραγωγικό κοµµάτι του πληθυσµού. Έφευγαν οι Έλληνες, µε την ελπίδα να γυρίσουν σύντοµα µέ χρήµατα, για να ξεχρεώσουν το κτήµα τους, να κάνουν µια δουλειά στον τόπο τους, να προικίσουν τις αδελφές τους και βέβαια, κύρια για να γλυτώσουν από την πεινά, τη δυστυχία και την εκμετάλλευση πού βασίλευαν στη πατρίδα τους. Δεν ήξεραν όµως συνήθως τι τους περίµενε εκεί. Ας δούµε πως περιγράφεται η εποχή εκείνη στην Ελλάδα από τους ίδιους τους μετανάστες και συγκεκριμένα στο «συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» που επιµελήθηκε ο Θ. Βαλτινός, από τον ίδιο τον Κορδοπάτη. «Κανένα χρόνο δουλέψαµε καλά, Το ’97 έγινε ο πόλεµος στα σύνορα, έπειτα έγινε µεγάλη δυστυχία και οι άνθρωποι πείνασαν.. Τα χωριά στέναζαν. Καρπός δεν βρισκόταν πουθενά. 
Οι µανάδες έστελναν τα παιδιά στα ρέµατα και μάζευαν καβούρια, να τα ρίχνουν στα λάχανα να αρτεύονται. Ύστερα δεν βρισκόντουσαν ούτε λάχανα γιατί φάνηκαν οι ακρίδες και έπεσαν σύννεφο, τον σκέπασαν τον τόπο.. Όσο που µαύρισε το µάτι καµπόσων από αυτό το κακό και βγήκαν ληστές». Και για τον Αργυρόπουλο, έναν από τους ληστές, µας γράφει: «Από τότε δεν ξαναφάνηκε, παρά ρεµπέλευε χαµηλά στους κάµπους της Αμαλιάδας. Εκεί ήταν ένας Ήλίας Μόσκοβος από την Κερπινή της Γορτυνίας, φίλος του πατέρα του και τον τροφοδόταγε. Αυτός κανόνισε τον έβαλε σε ένα παπόρι φορτηγό που είχε σάκκους να φύγει.. Έβαλαν σακιά τόνα µέρος και τ’ άλλο τετραγωνικά και άλλα από πάνω και έφυγε. Οι δικοί του δεν ήξεραν τίποτα. Ένα φεγγάρι τον είχαν χαµένο, έπειτα µαθεύτηκε οτι βγήκε αντάρτης στη Μακεδονία. Στο χρόνο απάνω, λαβαίνουν γράµµα από Αµερική, από Ν. Υόρκη ότι είναι καλά. 
Ο ίδιος δεν ήξερε γράµµατα, είχε βάλει άλλον να του το φτιάξη. Ύστερα τους ξανάγραψε να φύγουν τα αδέλφια του και οι γαµπροί του. Κοντά σε κείνους πήγαιναν και άλλοι τριάντα, Δαραίοι. Πήγαν και δυό άδερφοί µας µικρότεροι, ο Γιάννης και ο Δήµος. Για να βρούνε τα ναύλα τους, πουλήσαµε ένα χωράφι και ένα βόϊδι. Αυτοί ήσαν οι πρώτοι που έφυγαν. ‘Έπειτα έγραφαν ο ένας µε τον άλλον και έπαιρναν κοντά τους τους υπόλοιπους.» Σχετικά µε την αφήγηση του Κορδοπάτη για τους ληστές, ενδιαφέρον είναι να µεταφέρουµε εδώ, όσα γράφει ο Τάσος Βουρνάς, στο βιβλίο του: «Η σφαγή στο Δήλεσι. Άγγλοκρατία και ληστοκρατία». « ..Αλλά µετά τον πόλεµο του 1897 ή ληστεία φουντώνει και πάλι, σε απίστευτο βαθµό. Το 1899 υπάρχουν στην Ελλάδα 12.580 ληστές. 
Ο πρωθυπουργός Θεοτόκης και η Κυβέρνησή του για να υπάρξει.. «αποσυμφόρηση» ενισχύει σιωπηρά την μετανάστευση των ληστών στην Αµερική. Το µέτρο σηµειώνει επιτυχία και χιλιάδες ληστές ξενιτεύονται..» Σηµεία αναχώρησης των µεταναστών, ήταν επίσηµα τα λιµάνια του Πειραιά και της Πάτρας. 


Στο λιμάνι της Πάτρας, έτοιμοι για το μεγάλο ταξίδι.. ‘

Υπήρχαν όµως εστίες παράνοµης μετανάστευσης, κυρίως απόκρυφα φυσικά λιµάνια, όπου ήταν αδύνατος ο έλεγχος επειδή δεν υπήρχαν δρόµοι η τηλεπικοινωνιακά µέσα. Ένα τέτοιο λιµάνι λαθραίας μετανάστευσης ήταν και η Ερατεινή στον Κορινθιακό κόλπο. Χιλιάδες μετανάστες επιβιβάζονταν σε μικρότερα πλοία που έδεναν στ’ ανοιχτά και στη συνέχεια έβγαιναν στη Νεάπολη αλλά και στ’ άλλα λιµάνια της Μεσογείου, όπου και στιβάζονταν σαν ζώα για το µεγάλο ταξίδι. 
Το ταξίδι 
Το πλήθος των µεταναστών κυρίως ταξίδευε τρίτη θέση, που σήµαινε στιβαγµένο σάν εµπόρευµα στο κατάστρωµα και τ” αµπάρια. Ορισμένες φωτογραφίες µιλούν εύγλωττα για τις άθλιες συνθήκες της µεταφοράς. Όµως ας παρακολουθήσουµε καλύτερα τον Α. Κορδοπάτη, πώς περιγράφει το ταξίδι. «Τρεις µέρες προχωρήσαµε, την τρίτη νύχτα µεσάνυχτα, το πλοίο χάλασε, χωρίς να καταλάβουµε τίποτα εµείς. Μοναχά οι πλοιάρχοι και οι µηχανικοί το ήξεραν και αντί για μπρος γύριζε πίσω. Το διόρθωσαν και άρχισε πάλι να πηγαίνει, αλλά ψεύτικο διόρθωµα, έκανε µοναχα οκτώ µίλια. Δύο ώρες µε τα πόδια, µια µε το πλοίο Αυστροαµερικάνα. Έγερνε και στα πλάγια. Τεντωνόµασταν χάµω και πιάναµε το νερό της θάλασσας όταν ήταν γαλανή. Όταν ο καιρός ήταν µαύρος, φίδια µας έτρωγαν. Η ψυχή του κόσµου ήταν βυθισµένη στο φόβο. Για φαγητό έσφαζαν και µας έδιναν κάτι παλιοάλογα. Καµιά εβδοµάδα τη βγάλαµε µ’ αυτά που είχαµε ψωνίσει στην Πάτρα, αλλά σωθήκανε. Μας έδιναν κάτι ρέγγες µε σκουλήκια, χαλασµένες τις πετάγαµε. Ζούσαµε µέσα σ’ αυτή τη φρίκη, από κάτω θάλασσα και από πάνω ουρανός. Έπειτα άρχισε να κοχλάζει η ψείρα. Κάθονταν όρθια στα πανωφόρια των επιβατών, άσπρες µε ουρά. Σε λίγες µέρες µε την αργοπορία του πλοίου, το νερό λιγόστεψε. Τρεις χιλιάδες κόσµος που ήµασταν µέσα διψάσαµε. Μαζευόµασταν µυρµηγκια µε τις βίκες µπροστά στα ντεπόζιτα και ‘κεί γινόταν χαλασµός». 

Έλληνες μετανάστες ταξιδεύοντας στο κατάστρωμα του πλοίου 

Η άφιξη 
Η αποβίβαση των µεταναστών στα µεγάλα λιµάνια της Αµερικής γινότανε µέσω ειδικών κέντρων ελέγχου. Στο λιµάνι τής Νέας Υόρκης, πού κυρίως κατευθυνόταν το µεταναστευτικό κύµα, ο έλεγχος γινότανε σ” ένα νησάκι µεσ” στο λιµάνι, πού λεγόταν Έλλις Άϊλαντ (Ellis Island) µε µεγάλα και επιβλητικά κτίρια. Παλιότερα, τα πρώτα χρόνια της µεταναστευσης, ο έλεγχος γινόταν σ” ένα συγκρότηµα παλαιών κτιρίων πάνω στο ίδιο νησί το Castle Carden, το φοβερό «Καστιγγάρι» όπως το ονόµαζαν οι Έλληνες. Με την άφιξη του πλοίου στο λιµάνι, ο έλεγχος για τούς επιβάτες της πρώτης και δεύτερης θέσης γινόταν πάνω στο πλοίο και για τούς περισσότερους σταµατούσε εκεί. Για τούς επιβάτες όµως της τρίτης θέσης, ό έλεγχος γινόταν στο Ellis Island. Και οι ανεπιθύμητοι φορτωνόντουσαν πάλι στο πλοίο, για να επιστρέψουν άπρακτοι στην πατρίδα ενώ πολλοί στην απελπισία τους, έφταναν ν” αυτοκτονήσουν. Για το φοβερό µαρτύριο, την «Ιερά εξέταση» στο Ellis Island, ας δούµε τί γράφει ό Μπ. Μαλαφούρης στο βιβλίο του πού αναφέραμε πιο πάνω. «Έλλις “Άϊλαντ, νησί ελπίδων και αγωνίας! Νησί ολοκληρώσεως πόθων και µαταιώσεως ονείρων! Δράµατα ζωής και θανάτου παίχθηκαν µέσα στις αίθουσες όπου εγίνετο η εξέτασις των µεταναστών η πίσω από τα κάγκελα των κρατητηρίων όπου έµεναν όσοι επρόκειτο να απελαθούν στον τόπο της προελεύσεώς τους.. » 
Και το ίδιο βιβλίο µας πληροφορεί πώς ανεπιθύμητοι, εκτός όσων είχαν µολυσµατικές ασθένειες, όπως τραχώµατα, ήσαν και όσοι δεν είχαν συγγενείς η φίλους στην Αµερική πού θα εγγυόντουσαν οτι οι άνθρωποι αυτοί θα βρίσκανε ένα κρεβάτι για να κοιµηθούν η ένα πιάτο φαί για να µην πεθάνουν στη πείνα. Όσοι ακόµη δεν φαινόντουσαν αρκετά γεροί για να δουλέψουν στις σιδηροδροµικές γραµµές, στα µεταλλεία και τόσες άλλες βαριές δουλειές πού τόσο πολύ ανθρώπινο υλικό χρειάζονταν τότε. Ακόµη και όσοι θεωρούνταν ύποπτοι για τη δηµόσια τάξη. Από τον µηνιαίο εικονογραφημένο Εθνικό Κήρυκα τού Ιουλίου τού 1920 αντιγράφουμε: «Ο κατάλογος των επιβατών διαιρείται είς τά εξής δύο µέρη: Επιβάται πρώτης και δευτέρας θέσεως και επιβάται τρίτης θέσεως, η, όπως λέγεται συνήθως, επιβάται τού καταστρώµατος, είς ους και δίδεται το όνοµα µετανάσται.. 
Οι επιβάται όµως της τρίτης θέσεως δεν απολαύουν τού προνοµίου της επί τού πλοίου εξετάσεως. Οφείλουν πάντοτε «σύν γυναιξί και τέκνοις» να µεταβούν είς τό Έλλις Άϊλαντ, όπου την αυτήν ηµέραν της αφίξεώς των υποβάλλονται «είς το µαρτύριον» της ιατρικής και µή εξετάσεως… όπου πολλάκις διέρχονται ενώπιον των Ιατρών η άλλων «Ιεροεξεταστών» τάς χειροτέρας στιγµάς τού βίου των..)» ..
επιβάται τρίτης θέσεως ή καταστρώµατος, είς ους και δίδεται το όνοµα µετανάσται. 

Από τό 1903 µέχρι το 1908 απαγορεύτηκε ή είσοδος περίπου σε 3.500 µετανάστες. Έτσι και στήν Αµερική υπήρξε κάτ” ανάγκη ή λαθραία και παράνοµη αποβίβαση και µάλιστα σε µεγάλη έκταση. Άς παρακολουθήσουµε όµως πάλι τόν Κορδοπάτη. «Πλεύρισε το καράβι στο λιµάνι, το λιµάνι πατωµένο, το τελωνείο απάνω στα νερά. Φαίνεται πώς ή Αυστροαµερικάνα έβγαλε πολλούς λαθραίους ελεύθερους να φεύγει ο καθένας για το δικό του µέρος κι οι άλλες εταιρείες παραπονέθηκαν.. 
Ήρθε ο γιατρός κι άρχισε να εξετάζει έναν, έναν. Όποιος ήταν καλός του δινε µιά κάρτα µέ µπλέ µολύβι και έγραφε επάνω οράϊτ, αµερικάνικα. Όποιος δεν ήταν καλός τού δινε κάρτα µε κόκκινο. Μου δωσε κόκκινο ο γιατρός, των άλλων µπλέ. Την επαύριο ήρθε πάλι κρυφτώ τη νύχτα να σούρω στη σκιά τού πλοίου να πέσω στο νερό. Φοβήθηκα µή πνιγώ, δεν το βρισκα καλό. Αποφάσισα να κάνω τον κουτό να κατέβω απ” τη σκάλα. Βάνω να χέρια πίσω. Κατεβαίνω µπροστά στους κλητήρες. Μπαίνω τάχα για το νερό µου, βαρώ µια πόρτα, άλλοι κλητήραι µέσα δέν δώσαν σηµασία. Στρίβω δεξιά, τραβάω κάτι διαδρόµους, βλέπω γυαλί και απόξω κόσµο να περνάει. Βγαίνω και δεν το πίστευα».

Από την ιατρική εξέταση των μεταναστών στο Έλλις Άϊλαντ 

Τα πρώτα χρόνια στην Αμερική
Η ζωή που περίµενε, στο νέο περιβάλλον τούς µετανάστες, δεν έµοιαζε καθόλου µ” αυτήν πού περιγράφανε στούς αγρότες στήν Ελλάδα, οι πράκτορες των ατμοπλοϊκών εταιρειών και των εκµισθωτών εργασίας για τους τόπους δουλειάς στην Αµερική. Καθώς πήγαιναν στήν Άµερική µέ πρόθεση να µείνουν προσωρινά, πολλοί αρνιόντουσαν να µάθουν την αγγλική γλώσσα και καθώς ήσαν και ανειδίκευτοι, δεν τούς απέµεινε παρά να δουλέψουν στα µεταλλεία ή στους σιδηροδρόµους ενώ πολλοί εκδηλώνοντας το επιχειρηµατικό δαιµόνιο τού Έλληνα, έστηναν καροτσάκια πουλώντας λαχανικά ή φρούτα κ.λ.π. στούς δρόµους. Σύµφωνα µε µια έκθεση το 1901 υπήρχαν 1500 περίπου πλανόδιοι πωλητές στή Νέα Ύόρκη. Οι συνθήκες της ζωής τους ήταν άθλιες. Η φυµατίωση εθέριζε. Υπέµεναν όµως τα πάντα προκειµένου να εξασφαλίσουν το γυρισµό τους στην πατρίδα, µέ κάποια άνεση και είναι γνωστό πώς πολλοί δεν γύρισαν πολύ πλουσιότεροι απ” οτι έφυγαν. Από το βιβλιό τού Μπ. Μαλαφούρη σχετικά µε τις συνθήκες ζωής των Ελλήνων µεταναστών στίς αµερικανικές πόλεις συνεχίζουµε: «Στριµωγµένοι σε ανήλια και δίχως επαρκή αερισµό υπόγεια έµεναν πέντε η περισσότεροι σ” ένα δωµάτιο, όπου µετά τον κάµατο της ήµέρας, ήρχοντο το βράδυ να ξεκουράσουν το κατάκοπο κορµί τους. Ούτε και ή διατροφή τους ήταν καλλίτερη… στην Αµερική όσοι δεν διαιτώνται καλά καταλήγουν στο φθισιατρείο». Και συνεχίζει για τα παιδιά πού δούλευαν σαν πλανόδιοι πωλητές για λογαριασµό των «πατρόνων» τους (κυρίως Ελλήνων για τη περίπτωση αυτή): «Έµεναν σε βρωµερά και ανθυγιεινά δωµάτια, συχνά στα ίδια κτίρια πού ήταν και οι στάβλοι των αλόγων πού έσυραν τα καροτσάκια τους.. Σπανιότατα άνοιγαν τη νύχτα τα παράθυρα και ακόµα πιο σπάνια έπλεναν τις κουβέρτες των κρεβατιών τους µε αποτέλεσµα να είναι αποπνικτική και δύσοσμη ή ατμόσφαιρα των δωµατίων τους.. όπου εκοιµούντο τρείς και τέσσερις µαζί.. Τις περισσότερες φορές έµεναν νηστικά όλη την ηµέρα και έτρωγαν µόνο το βράδυ όταν επέστρεφαν στα δωµάτια τους (όπου στίβαζαν και τα απούλητα φρουτα και λαχανικά της ηµέρας)». Τά πράγµατα ήταν ακόµη χειρότερα για τά παιδιά πού δούλευαν στα στιλβωτήρια. «..Σε µερικά δωµάτια ήταν αραδιασμένα το ένα πλάι στο άλλο δύο η τρία κρεβάτια, στα οποία έπεφταν από τρία η τέσσερα παιδιά. Σε άλλα δωµάτια δεν υπήρχαν κρεβάτια και τα παιδιά εκοιµούντο στο πάτωµα.. 
Όταν η κατοικία τους ήταν σε µεγάλη απόσταση από το κέντρο (ως συνήθως) ξυπνούσαν στίς 4.30 το πρωί. Πάντοτε έµεναν στην εργασία τους µέχρι τις 9.30 και 10 τη νύχτα.. Μετά το κλείσιµο των στιλβωτηρίων, έµεναν για να καθαρίσουν τα µάρµαρα, να σφουγγαρίσουν τα πατώµατα και να ξεσκονίσουν τις καρέκλες… Τις περισσότερες φορές όµως οι εργοδότες έδιναν µόνο τυρί, ελιές και ξερό ψωµί. Τη νύχτα ήταν τόσο εξαντληµένα ώστε έπεφταν συχνά στο κρεβάτι χωρίς να ξεντυθούν (αφού είχαν κάνει µιά και περισσότερη ώρα δρόµο µε τα πόδια). Τα στιλβωτήρια έµεναν ανοιχτά κάθε µέρα της εβδομάδος και τις Κυριακές και τις γιορτές..» Η περιγραφή όµως των συνθηκών ζωής των ελλήνων µεταναστών στίς Η.Π.Α. στα πρώτα χρόνια, θα απαιτούσε πολύ χώρο και το µόνο πού µπορεί να διατυπωθεί σαν γενική διαπίστωση είναι πώς αυτές οι άθλιες συνθήκες χαρακτηρίζουν όλες σχεδόν τις περιπτώσεις βαριάς δουλειάς πού απορροφούσαν τούς ανειδίκευτους έλληνες αγρότες. Η εικονογραφημένη µηνιαία Ατλαντίς του Απριλίου 1912, µάς πληροφορεί: «Αυτός είναι ο γενικός κανών της ελληνικής µεταναστεύσεως. Αν εξαιρέση κανείς τό πολύ εν είκοσιν επί τοίς εκατόν, όλους τούς άλλους Έλληνας της Αµερικής µπορεί να τούς συµπεριλάβει εις τον κανόνα τούτον – ηµπορεί να τούς φαντασθή µέ τήν σκαπάνην και τό πτυάριον εις τά σιδηροδροµικάς γραµµάς, µέ τόν λύχνον του µεταλλωρύχου εις τά άνήλια βάθη τής γής, µέ τόν πέλεκυν του υλοτόµου εις τά δάση, µέ το overall τού βιοµηχανικού δηµιουργού εις τά εργοστάσια και όπου άλλου η αµερικανική επιχειρηµατικότης απασχολεί βραχίονας στιβαρούς διά την δηµιουργίαν έργων και δολαρίων. Τά ογδόντα τουλάχιστον εκατοστά των Έλλήνων τής Αµερικής είναι έργάται, παράγουν καθηµερινώς και ενίοτε νυχθηµερόν, δηµιουργούν πλουτον µεταγγίζουν τόν ίδρωτα τους εις τάς φλέβας του οικονομικού συστήµατος της Αµερικής είναι τµήµατα τής τεραστίας µηχανής, ή οποία παράγει τα περίφηµα ανα την υφήλιον Αµερικανικά δολάρια.. Οι Έλληνες εργάται ακολουθούν τό κοινοβιακόν σύστηµα της ζωής τόσον εις τάς βιοµηχάνους πόλεις, όπου εργάζονται εις τά εργοστάσια, όσον και εις τάς σιδηροδροµικάς γραµµάς και τα µεταλλεία. Ζώσι καθ” οµάδας και έχουσι κοινήν την τράπεζαν. Εις τας πόλεις ενοικιάζουν δέκα έως δέκα πέντε εργάται εν διαµέρισµα εκ, µίαν πενιχράν οικίαν, όπου µαγειρεύουν το φαγητόν των εκ περιτροπής, έχουν τάς συναναστροφάς των καθ” εσπέραν. 
Θύουν κάποτε εκ τόν Βάκχον, σχηµατίζοντες κύκλον πέριξ τού βαρελίου ζύθου, ουχί σπανίως δέ επιδίδονται και εις χορούς και θορυβώδη άσµατα, πρός µεγάλην άνησυχίαν των γειτόνων των. Η ζωή δεν στοιχίζει ακριβά εις τούς εργάτας τούτους. Eις πολλά µέρη οί Έλληνες εργάται των εργοστασίων κατορθώνουν και ζουν επί βλάβη βεβαίως την υγείαν των, µέ δυό δολάρια την εβδοµάδα.. ..Εις τάς γραµµάς οί εργάται έχουν ως κατοικίαν των τα παλαιά βαγόνια, τα οποία αφήνουν εις την διάθεσίν των αί εταιρείαι, η ξυλίνας καλύβας, κατασκευαζοµένας έπίτηδες δι” αύτούς εκ τά εργατικά στρατόπεδα, ισχύει δέ και εκεί όπως εκ τάς πόλεις τό κοινοβιακόν σύστηµα.» Εδώ πρέπει να διευκρινισθή πως τά ποσοστά πού µάς δίνει η «Άτλαντίς» στην αρχή και αν ακόµη είναι ακριβή, πάντως αφορούν µάλλον στα πρώτα στάδια της ζωής των Ελλήνων µεταναστών, καθώς είναι γνωστό πώς οι περισσότεροί τους ασχολήθηκαν µετά µε το εµπόριο και τα ελεύθερα επαγγέλµατα, ενώ άλλοι πολλοί στις διάφορες υπηρεσίες, έχοντας πάντα στο νου τους πώς να κερδίσουν συντοµώτερα και να επιστρέψουν στην πατρίδα. Υπάρχει όµως και µια άλλη ακόµη χειρότερη πτυχή της ζωής στην Αµερική, αυτή των παρανόµων µεταναστών, πού έζησε και ο Ανδρέας Κορδοπάτης. Μετά διόµισυ χρόνια αγωνίαι και τρόµου από τα κυνηγητά των κλητήρων της µεταναστευτικής υπηρεσίας, δουλεύοντας σα ζώο κυνηγηµένο, µιά στους σιδηροδρόμους και στους φούρνους των ορυχείων, από τόνα µέρος στο άλλο, σε αποστάσεις χιλιάδων µιλλίων, πιάστηκε και στάλθηκε πίσω στην Ελλάδα..

από το ithaque.gr › Άρθρα 





               ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΧΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ


Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ - www.pi.ac.cy/pi/files/yap/anakoinoseis/.../L_A2_SINAXARI.pdf