Η έξαρση της εξωτερικής μετανάστευσης που σημειώνεται στις αρχές του αιώνα αρχίζει ουσιαστικά µετά το 1890.
Χαρακτηριστικό της περιόδου από τότε µέχρι τον Β’ παγκόσμιο πόλεµο, είναι πως το μεταναστευτικό ρεύµα κατευθύνεται σχεδόν όλο προς τις Η.Π.Α., αντίθετα µε τη μεταπολεμική περίοδο που ο προσανατολισµός αλλάζει κυρίως προς Αυστραλία και Δυτική Ευρώπη.
Το θέµα της μετανάστευσης βέβαια είναι τεράστιο και πολύπλοκο και είναι ασφαλώς αντικείμενο της ιστορικής και κοινωνιολογικής έρευνας. Εδώ σύντοµα θα προσπαθήσουµε να ρίξουµε µατιές στο φαινόμενο αυτό κύρια για τη περίοδο που µας απασχολεί, δηλ. τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα.
Από το 1823 έως το 1889 έχουν καταγραφεί συνολικά 2.187 μετανάστες από τους οποίους οι 2.182 για τις Η.Π.Α. Το 1890 ο αριθµός τους φτάνει τους 525, το 1891, τούς 1.105 Κ.Ο.Κ. για να φθάσει στο 1900 στους 3.711.
Στα χρόνια δηλαδή από το 1898 έως το 1900 υπάρχει µια αύξηση, πού οφείλεται σε μια σειρά γεγονότων τα οποία αναγκάζουν μεγαλύτερα στρώματα ιδίως του αγροτικού πληθυσμού να εγκαταλείψουν τη χώρα για τις Η.Π.Α.
Kαι τέτοια κυρίως είναι: ο άτυχος πόλεμος με τους Τούρκους, η κήρυξη της χώρας σε πτώχευση, η επιβολή του Δ.Ο.Ε. (Διεθνούς Οικονομικού Έλεγχου).
Ακολουθούν όμως ακόμα πιο δύσκολα και οδυνηρά χρόνια. Ο αριθμός των μεταναστών μόνο για το 1907 (πού αποτελεί αιχμή) φτάνει στους 36.580. Η Ελλάδα είχε τότε πληθυσμό 2.631.952 κατοίκων. Δηλ. σε ένα μόνο χρόνο έφυγε το 15 τοις χιλίοις του πληθυσμού.
Κάμψη παρουσιάζεται στη περίοδο των βαλκανικών πολέμων όπου μάλιστα παρατηρείται και επιστροφή πολλών μεταναστών πού πήραν μέρος στους απελευθερωτικούς πολέμους τού 1912-13.
Μετά πάλι έξαρση με μια ανάπαυλα στη διάρκεια τού Α’ παγκοσμίου πολέμου. Από το 1924 και πέρα ο αριθμός των καταγραφομένων μεταναστών μειώνεται σημαντικά, αφού ήδη η αμερικανική κυβέρνηση έχει πάρει μέτρα περιορισμού γενικά για τους μετανάστες από όλες τις χώρες. Τα επίσημα λοιπόν στοιχεία ανεβάζουν, από το 1890 περίπου μέχρι το 1922, τον αριθμό των μεταναστών σε 400.000 περίπου.
Αυτά όμως αφορούν σε όσους έρχονται από την Ελλάδα, την ελεύθερη κάθε φορά. Όσοι όμως πήγαιναν από τη σκλαβωμένη πατρίδα ή τη Μικρά Ασία, την Κύπρο ή τα Δωδεκάνησα, έµπαιναν με άλλη υπηκοότητα. Εξ άλλου υπήρχε και η λαθραία μετανάστευση και μάλιστα πολύ ανεπτυγμένη.
Επομένως δεν είναι καθόλου υπερβολή να διατυπώσουμε το συμπέρασμα, πώς για την πάρα πάνω περίοδο ο αριθμός των Ελλήνων πού εγκατέλειψαν τη χώρα για τις Η.Π.Α. περνάει πολύ το μισό εκατομμύριο.
Η κατάσταση στην Ελλάδα
Ας δούµε όµως τι συνέβαινε µε τις συνθήκες της ζωής, ιδίως της αγροτιάς πού έδωσε και το μεγαλύτερο ποσοστό στον όγκο των μεταναστών. Από την «Ιστορία τού αγροτικού κινήµατος» τού Γιάννη Κορδάτου αντιγράφουμε:
«Όλοι όσοι πονούσαν τον αγρότη του Μωρηά περιγράφουν την αθλιότητα µέσα στην οποία ζούσε. Ξυπόλυτος, γυµνός, κουρελής, ατροφικός. Το κρέας δεν το δοκίμαζε παρά µόνο δυό φορές το χρόνο. Το κρεµύδι, η µποµπότα και η ελιά ήταν το µόνιµο φαγητό του, χρόνο καιρό πεινούσε.
Τον καρπό που έφτυνε αίµα για να τον μαζέψει του τον έπαιρναν οι τοκογλύφοι, οι έµποροι και οι άλλοι εκμεταλλευτές του. Σχολεία δεν υπήρχαν, γράµµατα δεν µάθαινε, ζούσε σε τρώγλες και έκλαιγε τη µοίρα του..
Όλα του ήταν µαύρα και σκοτεινά, γι’ αυτό άµα άνοιξεν της Αµερικής ο δρόµος εκπατριζόταν. Ή μετανάστευσή του ήταν η µόνη σανίδα σωτηρίας».
Και ο ίδιος σε άρθρο του για τη «µελέτη του αγροτικού» γράφει:
«μετανάστευση είναι αδιάψευστο επιχείρημα για την άθλια οικονοµική και κοινωνική κατάσταση των μικροϊδιοκτητών.» .
Από το βιβλίο του Μπάµπη Μαλαφούρη «Έλληνες της Αµερικής: 1528-1928» (Νέα Υόρκη 1948) αντιγράφουμε:
«Στην Πελοπόννησο, από την οποία άρχισε η οµαδική μετανάστευση περί τα τέλη του περασµένου αιώνος, οι µικροϊδιοκτήται ήταν στο έλεος των τοκογλύφων, που τους προστάτευε ο Νόµος µε την προσωπική κράτησις για χρέη.
Εξ άλλου, στη Θεσσαλία, όπου επικρατούσε η µεγάλη ιδιοκτησία και όπου ένας µικρός αριθµός ιδιοκτητών έξεµεταλεύετο τις πιο εύφορες εκτάσεις µε σύστηµα σχεδόν φεουδαρχικό, οι γεωργοί, πριν εφαρμοσθούν τα μεταρρυθμιστικά µέτρα του 1911, ήταν κάτι η παραπλήσιο προς τους δουλοπαροίκους».
Στο ίδιο βιβλίο δηµοσιεύονται τα πορίσµατα µελετών, φοιτητών τού Πανεπιστημίου Αθηνών, πού εξέδωσε το 1917 ο καθηγητής Ανδρέας Μιχ. Άνδρεάδης. Κάθε φοιτητής εξέτασε τα αίτια της αποδημίας από την ιδιαίτερή του επαρχία η δήµο.
Στις µελέτες αυτές αντιπροσωπεύονται οι περιοχές: Αρκαδίας, Πάτρας, Καλαβρύτων, Τεγέας, Κορινθίας, Αγρινίου, Τρικάλων, Ευρυτανίας, Κεφαλληνίας, Κρήτης, Μυτιλήνης και αρκετές περιοχές Μακεδονίας και Ηπείρου.
Πάνω κάτω παρουσιάζουν όλες οι περιοχές, έξω από τις ιδιομορφίες τους, κοινά χαρακτηριστικά πού χοντρικά είναι τα έξης: Κάθε χρόνο άδειαζε τον 1 εως 1,5% των κατοίκων κάθε περιοχής. Χωριά που πριν την ακµή της µετανάστευσης είχαν 400 κατοίκους, µετά το 1917 είχαν 150-200. Η τοκογλυφία οργίαζε.
Ο τόκος, ήταν 20-30% σε χρήµα, άλλα οι δανειστές έπαιρναν από τούς οφειλέτες τους, γάλα, βούτυρο, και αλλά προϊόντα, ανεβάζοντας τον τόκο σε 70 ή και 80%. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση πως οι μετανάστες δεν προερχόντουσαν όλοι από τα πιο φτωχά τµήµατα του αγροτικού πληθυσμού.
Το ταξίδι απαιτούσε αρκετά χρήµατα και οι πράκτορες η οι τοκογλύφοι που θα δάνειζαν το απαραίτητο για τα ναύλα ποσό, ζητούσαν εξασφάλιση. Έτσι µικροκτηµατίες µε υποθηκευμένα κτήµατα ήσαν πολλοί μεταξύ των µεταναστών. Βέβαια και για τους τελείως φτωχούς και άκληρους υπήρχε ο τρόπος.
Τους δέσµευαν µε συµβόλαια έργασίας και έτσι ξεχρέωναν τα ναύλα τους, σκλάβοι στην κυριολεξία, στους σιδηροδρόµους η στα ορυχεία τού Κολοράδο. Ακόµα και µικρά παιδιά και εφήβους 8-12 χρονών στρατολογούσαν για τα στιλβωτήρια πού διατηρούσαν κυρίως Έλληνες στις µεγάλες πόλεις των Η.Π.Α.
Μεγάλο ρόλο έπαιξαν και οι πράκτορες των µεταναστευτικών γραφείων και των ατμοπλοϊκών εταιρειών πού διαφήµιζαν το πλούτο και τις ευκαιρίες που παρουσίαζε η Αµερική.
Ενδεικτικό του ότι οι Έλληνες πήγαιναν µε πρόθεση να µείνουν προσωρινά στην Αµερική, είναι το γεγονός οτι έφευγαν µόνο άντρες σε αντίθεση µε τους µεταναστες από άλλες χώρες. Έτσι άδειαζε ο τόπος από το πιο ζωντανό και παραγωγικό κοµµάτι του πληθυσµού.
Έφευγαν οι Έλληνες, µε την ελπίδα να γυρίσουν σύντοµα µέ χρήµατα, για να ξεχρεώσουν το κτήµα τους, να κάνουν µια δουλειά στον τόπο τους, να προικίσουν τις αδελφές τους και βέβαια, κύρια για να γλυτώσουν από την πεινά, τη δυστυχία και την εκμετάλλευση πού βασίλευαν στη πατρίδα τους. Δεν ήξεραν όµως συνήθως τι τους περίµενε εκεί.
Ας δούµε πως περιγράφεται η εποχή εκείνη στην Ελλάδα από τους ίδιους τους μετανάστες και συγκεκριμένα στο «συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» που επιµελήθηκε ο Θ. Βαλτινός, από τον ίδιο τον Κορδοπάτη. «Κανένα χρόνο δουλέψαµε καλά, Το ’97 έγινε ο πόλεµος στα σύνορα, έπειτα έγινε µεγάλη δυστυχία και οι άνθρωποι πείνασαν...
Τα χωριά στέναζαν. Καρπός δεν βρισκόταν πουθενά. Οι µανάδες έστελναν τα παιδιά στα ρέµατα και μάζευαν καβούρια, να τα ρίχνουν στα λάχανα να αρτεύονται. Ύστερα δεν βρισκόντουσαν ούτε λάχανα γιατί φάνηκαν οι ακρίδες και έπεσαν σύννεφο, τον σκέπασαν τον τόπο.. Όσο που µαύρισε το µάτι καµπόσων από αυτό το κακό και βγήκαν ληστές».
Και για τον Αργυρόπουλο, έναν από τους ληστές, µας γράφει: «Από τότε δεν ξαναφάνηκε, παρά ρεµπέλευε χαµηλά στους κάµπους της Αμαλιάδας. Εκεί ήταν ένας Ήλίας Μόσκοβος από την Κερπινή της Γορτυνίας, φίλος του πατέρα του και τον τροφοδόταγε. Αυτός κανόνισε τον έβαλε σε ένα παπόρι φορτηγό που είχε σάκκους να φύγει..
Έβαλαν σακιά τόνα µέρος και τ’ άλλο τετραγωνικά και άλλα από πάνω και έφυγε. Οι δικοί του δεν ήξεραν τίποτα. Ένα φεγγάρι τον είχαν χαµένο, έπειτα µαθεύτηκε οτι βγήκε αντάρτης στη Μακεδονία. Στο χρόνο απάνω, λαβαίνουν γράµµα από Αµερική, από Ν. Υόρκη ότι είναι καλά.
Ο ίδιος δεν ήξερε γράµµατα, είχε βάλει άλλον να του το φτιάξη. Ύστερα τους ξανάγραψε να φύγουν τα αδέλφια του και οι γαµπροί του. Κοντά σε κείνους πήγαιναν και άλλοι τριάντα, Δαραίοι. Πήγαν και δυό άδερφοί µας µικρότεροι, ο Γιάννης και ο Δήµος. Για να βρούνε τα ναύλα τους, πουλήσαµε ένα χωράφι και ένα βόϊδι. Αυτοί ήσαν οι πρώτοι που έφυγαν. ‘Έπειτα έγραφαν ο ένας µε τον άλλον και έπαιρναν κοντά τους τους υπόλοιπους.»
Σχετικά µε την αφήγηση του Κορδοπάτη για τους ληστές, ενδιαφέρον είναι να µεταφέρουµε εδώ, όσα γράφει οΤάσος Βουρνάς, στο βιβλίο του: «Η σφαγή στο Δήλεσι. Άγγλοκρατία και ληστοκρατία». « ..Αλλά µετά τον πόλεµο του 1897 ή ληστεία φουντώνει και πάλι, σε απίστευτο βαθµό. Το 1899 υπάρχουν στην Ελλάδα 12.580 ληστές. Ο πρωθυπουργός Θεοτόκης και η Κυβέρνησή του για να υπάρξει.. «αποσυμφόρηση» ενισχύει σιωπηρά την μετανάστευση των ληστών στην Αµερική. Το µέτρο σηµειώνει επιτυχία και χιλιάδες ληστές ξενιτεύονται..»
Σηµεία αναχώρησης των µεταναστών, ήταν επίσηµα τα λιµάνια του Πειραιά και της Πάτρας.
Στο λιμάνι της Πάτρας, έτοιμοι για το μεγάλο ταξίδι...
‘Υπήρχαν όµως εστίες παράνοµης μετανάστευσης, κυρίως απόκρυφα φυσικά λιµάνια, όπου ήταν αδύνατος ο έλεγχος επειδή δεν υπήρχαν δρόµοι η τηλεπικοινωνιακά µέσα.
Ένα τέτοιο λιµάνι λαθραίας μετανάστευσης ήταν και η Ερατεινή στον Κορινθιακό κόλπο. Χιλιάδες μετανάστες επιβιβάζονταν σε μικρότερα πλοία που έδεναν στ’ ανοιχτά και στη συνέχεια έβγαιναν στη Νεάπολη αλλά και στ’ άλλα λιµάνια της Μεσογείου, όπου και στιβάζονταν σαν ζώα για το µεγάλο ταξίδι.
Το ταξίδι
Το πλήθος των µεταναστών κυρίως ταξίδευε τρίτη θέση, που σήµαινε στιβαγµένο σάν εµπόρευµα στο κατάστρωµα και τ” αµπάρια. Ορισμένες φωτογραφίες µιλούν εύγλωττα για τις άθλιες συνθήκες της µεταφοράς. Όµως ας παρακολουθήσουµε καλύτερα τον Α. Κορδοπάτη, πώς περιγράφει το ταξίδι.
«Τρεις µέρες προχωρήσαµε, την τρίτη νύχτα µεσάνυχτα, το πλοίο χάλασε, χωρίς να καταλάβουµε τίποτα εµείς. Μοναχά οι πλοιάρχοι και οι µηχανικοί το ήξεραν και αντί για μπρος γύριζε πίσω. Το διόρθωσαν και άρχισε πάλι να πηγαίνει, αλλά ψεύτικο διόρθωµα, έκανε µοναχα οκτώ µίλια. Δύο ώρες µε τα πόδια, µια µε το πλοίο Αυστροαµερικάνα. Έγερνε και στα πλάγια.
Τεντωνόµασταν χάµω και πιάναµε το νερό της θάλασσας όταν ήταν γαλανή. Όταν ο καιρός ήταν µαύρος, φίδια µας έτρωγαν. Η ψυχή του κόσµου ήταν βυθισµένη στο φόβο. Για φαγητό έσφαζαν και µας έδιναν κάτι παλιοάλογα. Καµιά εβδοµάδα τη βγάλαµε µ’ αυτά που είχαµε ψωνίσει στην Πάτρα, αλλά σωθήκανε.
Μας έδιναν κάτι ρέγγες µε σκουλήκια, χαλασµένες τις πετάγαµε. Ζούσαµε µέσα σ’ αυτή τη φρίκη, από κάτω θάλασσα και από πάνω ουρανός. Έπειτα άρχισε να κοχλάζει η ψείρα. Κάθονταν όρθια στα πανωφόρια των επιβατών, άσπρες µε ουρά. Σε λίγες µέρες µε την αργοπορία του πλοίου, το νερό λιγόστεψε. Τρεις χιλιάδες κόσµος που ήµασταν µέσα διψάσαµε. Μαζευόµασταν µυρµηγκια µε τις βίκες µπροστά στα ντεπόζιτα και ‘κεί γινόταν χαλασµός».
Έλληνες μετανάστες ταξιδεύοντας στο κατάστρωμα του πλοίου
Η άφιξη
Η αποβίβαση των µεταναστών στα µεγάλα λιµάνια της Αµερικής γινότανε µέσω ειδικών κέντρων ελέγχου. Στο λιµάνι τής Νέας Υόρκης, πού κυρίως κατευθυνόταν το µεταναστευτικό κύµα, ο έλεγχος γινότανε σ” ένα νησάκι µεσ” στο λιµάνι, πού λεγόταν Έλλις Άϊλαντ (Ellis Island) µε µεγάλα και επιβλητικά κτίρια.
Παλιότερα, τα πρώτα χρόνια της µεταναστευσης, ο έλεγχος γινόταν σ” ένα συγκρότηµα παλαιών κτιρίων πάνω στο ίδιο νησί το Castle Carden, το φοβερό «Καστιγγάρι» όπως το ονόµαζαν οι Έλληνες.
Με την άφιξη του πλοίου στο λιµάνι, ο έλεγχος για τούς επιβάτες της πρώτης και δεύτερης θέσης γινόταν πάνω στο πλοίο και για τούς περισσότερους σταµατούσε εκεί. Για τούς επιβάτες όµως της τρίτης θέσης, ό έλεγχος γινόταν στο Ellis Island. Και οι ανεπιθύμητοι φορτωνόντουσαν πάλι στο πλοίο, για να επιστρέψουν άπρακτοι στην πατρίδα ενώ πολλοί στην απελπισία τους, έφταναν ν” αυτοκτονήσουν.
Για το φοβερό µαρτύριο, την «Ιερά εξέταση» στο Ellis Island, ας δούµε τί γράφει ό Μπ. Μαλαφούρης στο βιβλίο του πού αναφέραμε πιο πάνω.
«Έλλις “Άϊλαντ, νησί ελπίδων και αγωνίας! Νησί ολοκληρώσεως πόθων και µαταιώσεως ονείρων! Δράµατα ζωής και θανάτου παίχθηκαν µέσα στις αίθουσες όπου εγίνετο η εξέτασις των µεταναστών η πίσω από τα κάγκελα των κρατητηρίων όπου έµεναν όσοι επρόκειτο να απελαθούν στον τόπο της προελεύσεώς τους.. »
Και το ίδιο βιβλίο µας πληροφορεί πώς ανεπιθύμητοι, εκτός όσων είχαν µολυσµατικές ασθένειες, όπως τραχώµατα, ήσαν και όσοι δεν είχαν συγγενείς η φίλους στην Αµερική πού θα εγγυόντουσαν οτι οι άνθρωποι αυτοί θα βρίσκανε ένα κρεβάτι για να κοιµηθούν η ένα πιάτο φαί για να µην πεθάνουν στη πείνα.
Όσοι ακόµη δεν φαινόντουσαν αρκετά γεροί για να δουλέψουν στις σιδηροδροµικές γραµµές, στα µεταλλεία και τόσες άλλες βαριές δουλειές πού τόσο πολύ ανθρώπινο υλικό χρειάζονταν τότε. Ακόµη και όσοι θεωρούνταν ύποπτοι για τη δηµόσια τάξη.
Από τον µηνιαίο εικονογραφημένο Εθνικό Κήρυκα τού Ιουλίου τού 1920 αντιγράφουμε:
«Ο κατάλογος των επιβατών διαιρείται είς τά εξής δύο µέρη: Επιβάται πρώτης και δευτέρας θέσεως και επιβάται τρίτης θέσεως, η, όπως λέγεται συνήθως, επιβάται τού καταστρώµατος, είς ους και δίδεται το όνοµα µετανάσται.. Οι επιβάται όµως της τρίτης θέσεως δεν απολαύουν τού προνοµίου της επί τού πλοίου εξετάσεως.
Οφείλουν πάντοτε «σύν γυναιξί και τέκνοις» να µεταβούν είς τό Έλλις Άϊλαντ, όπου την αυτήν ηµέραν της αφίξεώς των υποβάλλονται «είς το µαρτύριον» της ιατρικής και µή εξετάσεως… όπου πολλάκις διέρχονται ενώπιον των Ιατρών η άλλων «Ιεροεξεταστών» τάς χειροτέρας στιγµάς τού βίου των..)»
..επιβάται τρίτης θέσεως ή καταστρώµατος, είς ους και δίδεται το όνοµα µετανάσται.
Από τό 1903 µέχρι το 1908 απαγορεύτηκε ή είσοδος περίπου σε 3.500 µετανάστες. Έτσι και στήν Αµερική υπήρξε κάτ” ανάγκη ή λαθραία και παράνοµη αποβίβαση και µάλιστα σε µεγάλη έκταση.
Άς παρακολουθήσουµε όµως πάλι τόν Κορδοπάτη.
«Πλεύρισε το καράβι στο λιµάνι, το λιµάνι πατωµένο, το τελωνείο απάνω στα νερά. Φαίνεται πώς ή Αυστροαµερικάνα έβγαλε πολλούς λαθραίους ελεύθερους να φεύγει ο καθένας για το δικό του µέρος κι οι άλλες εταιρείες παραπονέθηκαν.. Ήρθε ο γιατρός κι άρχισε να εξετάζει έναν, έναν.
Όποιος ήταν καλός του δινε µιά κάρτα µέ µπλέ µολύβι και έγραφε επάνω οράϊτ, αµερικάνικα. Όποιος δεν ήταν καλός τού δινε κάρτα µε κόκκινο. Μου δωσε κόκκινο ο γιατρός, των άλλων µπλέ. Την επαύριο ήρθε πάλι κρυφτώ τη νύχτα να σούρω στη σκιά τού πλοίου να πέσω στο νερό. Φοβήθηκα µή πνιγώ, δεν το βρισκα καλό.
Αποφάσισα να κάνω τον κουτό να κατέβω απ” τη σκάλα. Βάνω να χέρια πίσω. Κατεβαίνω µπροστά στους κλητήρες. Μπαίνω τάχα για το νερό µου, βαρώ µια πόρτα, άλλοι κλητήραι µέσα δέν δώσαν σηµασία. Στρίβω δεξιά, τραβάω κάτι διαδρόµους, βλέπω γυαλί και απόξω κόσµο να περνάει. Βγαίνω και δεν το πίστευα».
Από την ιατρική εξέταση των μεταναστών στο Έλλις Άϊλαντ
Τα πρώτα χρόνια στην Αμερική
Η ζωή που περίµενε, στο νέο περιβάλλον τούς µετανάστες, δεν έµοιαζε καθόλου µ” αυτήν πού περιγράφανε στούς αγρότες στήν Ελλάδα, οι πράκτορες των ατμοπλοϊκών εταιρειών και των εκµισθωτών εργασίας για τους τόπους δουλειάς στην Αµερική.
Καθώς πήγαιναν στήν Άµερική µέ πρόθεση να µείνουν προσωρινά, πολλοί αρνιόντουσαν να µάθουν την αγγλική γλώσσα και καθώς ήσαν και ανειδίκευτοι, δεν τούς απέµεινε παρά να δουλέψουν στα µεταλλεία ή στους σιδηροδρόµους ενώ πολλοί εκδηλώνοντας το επιχειρηµατικό δαιµόνιο τού Έλληνα, έστηναν καροτσάκια πουλώντας λαχανικά ή φρούτα κ.λ.π. στούς δρόµους.
Σύµφωνα µε µια έκθεση το 1901 υπήρχαν 1500 περίπου πλανόδιοι πωλητές στή Νέα Ύόρκη. Οι συνθήκες της ζωής τους ήταν άθλιες. Η φυµατίωση εθέριζε. Υπέµεναν όµως τα πάντα προκειµένου να εξασφαλίσουν το γυρισµό τους στην πατρίδα, µέ κάποια άνεση και είναι γνωστό πώς πολλοί δεν γύρισαν πολύ πλουσιότεροι απ” οτι έφυγαν.
Από το βιβλιό τού Μπ. Μαλαφούρη σχετικά µε τις συνθήκες ζωής των Ελλήνων µεταναστών στίς αµερικανικές πόλεις συνεχίζουµε:
«Στριµωγµένοι σε ανήλια και δίχως επαρκή αερισµό υπόγεια έµεναν πέντε η περισσότεροι σ” ένα δωµάτιο, όπου µετά τον κάµατο της ήµέρας, ήρχοντο το βράδυ να ξεκουράσουν το κατάκοπο κορµί τους. Ούτε και ή διατροφή τους ήταν καλλίτερη… στην Αµερική όσοι δεν διαιτώνται καλά καταλήγουν στο φθισιατρείο».
Και συνεχίζει για τα παιδιά πού δούλευαν σαν πλανόδιοι πωλητές για λογαριασµό των «πατρόνων» τους (κυρίως Ελλήνων για τη περίπτωση αυτή):
«Έµεναν σε βρωµερά και ανθυγιεινά δωµάτια, συχνά στα ίδια κτίρια πού ήταν και οι στάβλοι των αλόγων πού έσυραν τα καροτσάκια τους.. Σπανιότατα άνοιγαν τη νύχτα τα παράθυρα και ακόµα πιο σπάνια έπλεναν τις κουβέρτες των κρεβατιών τους µε αποτέλεσµα να είναι αποπνικτική και δύσοσμη ή ατμόσφαιρα των δωµατίων τους.. όπου εκοιµούντο τρείς και τέσσερις µαζί..
Τις περισσότερες φορές έµεναν νηστικά όλη την ηµέρα και έτρωγαν µόνο το βράδυ όταν επέστρεφαν στα δωµάτια τους (όπου στίβαζαν και τα απούλητα φρουτα και λαχανικά της ηµέρας)».
Τα πράγµατα ήταν ακόµη χειρότερα για τά παιδιά πού δούλευαν στα στιλβωτήρια.
«..Σε µερικά δωµάτια ήταν αραδιασμένα το ένα πλάι στο άλλο δύο η τρία κρεβάτια, στα οποία έπεφταν από τρία η τέσσερα παιδιά. Σε άλλα δωµάτια δεν υπήρχαν κρεβάτια και τα παιδιά εκοιµούντο στο πάτωµα.. Όταν η κατοικία τους ήταν σε µεγάλη απόσταση από το κέντρο (ως συνήθως) ξυπνούσαν στίς 4.30 το πρωί. Πάντοτε έµεναν στην εργασία τους µέχρι τις 9.30 και 10 τη νύχτα..
Μετά το κλείσιµο των στιλβωτηρίων, έµεναν για να καθαρίσουν τα µάρµαρα, να σφουγγαρίσουν τα πατώµατα και να ξεσκονίσουν τις καρέκλες… Τις περισσότερες φορές όµως οι εργοδότες έδιναν µόνο τυρί, ελιές και ξερό ψωµί. Τη νύχτα ήταν τόσο εξαντληµένα ώστε έπεφταν συχνά στο κρεβάτι χωρίς να ξεντυθούν (αφού είχαν κάνει µιά και περισσότερη ώρα δρόµο µε τα πόδια). Τα στιλβωτήρια έµεναν ανοιχτά κάθε µέρα της εβδομάδος και τις Κυριακές και τις γιορτές..»
Η περιγραφή όµως των συνθηκών ζωής των ελλήνων µεταναστών στίς Η.Π.Α. στα πρώτα χρόνια, θα απαιτούσε πολύ χώρο και το µόνο πού µπορεί να διατυπωθεί σαν γενική διαπίστωση είναι πώς αυτές οι άθλιες συνθήκες χαρακτηρίζουν όλες σχεδόν τις περιπτώσεις βαριάς δουλειάς πού απορροφούσαν τούς ανειδίκευτους έλληνες αγρότες.
Η εικονογραφημένη µηνιαία Ατλαντίς του Απριλίου 1912, µάς πληροφορεί:
«Αυτός είναι ο γενικός κανών της ελληνικής µεταναστεύσεως. Αν εξαιρέση κανείς τό πολύ εν είκοσιν επί τοίς εκατόν, όλους τούς άλλους Έλληνας της Αµερικής µπορεί να τούς συµπεριλάβει εις τον κανόνα τούτον – ηµπορεί να τούς φαντασθή µέ τήν σκαπάνην και τό πτυάριον εις τά σιδηροδροµικάς γραµµάς, µέ τόν λύχνον του µεταλλωρύχου εις τά άνήλια βάθη τής γής, µέ τόν πέλεκυν του υλοτόµου εις τά δάση, µέ το overall τού βιοµηχανικού δηµιουργού εις τά εργοστάσια και όπου άλλου η αµερικανική επιχειρηµατικότης απασχολεί βραχίονας στιβαρούς διά την δηµιουργίαν έργων και δολαρίων.
Τά ογδόντα τουλάχιστον εκατοστά των Έλλήνων τής Αµερικής είναι έργάται, παράγουν καθηµερινώς και ενίοτε νυχθηµερόν, δηµιουργούν πλουτον µεταγγίζουν τόν ίδρωτα τους εις τάς φλέβας του οικονομικού συστήµατος της Αµερικής είναι τµήµατα τής τεραστίας µηχανής, ή οποία παράγει τα περίφηµα ανα την υφήλιον Αµερικανικά δολάρια..
Οι Έλληνες εργάται ακολουθούν τό κοινοβιακόν σύστηµα της ζωής τόσον εις τάς βιοµηχάνους πόλεις, όπου εργάζονται εις τά εργοστάσια, όσον και εις τάς σιδηροδροµικάς γραµµάς και τα µεταλλεία. Ζώσι καθ” οµάδας και έχουσι κοινήν την τράπεζαν.
Εις τας πόλεις ενοικιάζουν δέκα έως δέκα πέντε εργάται εν διαµέρισµα εκ, µίαν πενιχράν οικίαν, όπου µαγειρεύουν το φαγητόν των εκ περιτροπής, έχουν τάς συναναστροφάς των καθ” εσπέραν. Θύουν κάποτε εκ τόν Βάκχον, σχηµατίζοντες κύκλον πέριξ τού βαρελίου ζύθου, ουχί σπανίως δέ επιδίδονται και εις χορούς και θορυβώδη άσµατα, πρός µεγάλην άνησυχίαν των γειτόνων των.
Η ζωή δεν στοιχίζει ακριβά εις τούς εργάτας τούτους. Eις πολλά µέρη οί Έλληνες εργάται των εργοστασίων κατορθώνουν και ζουν επί βλάβη βεβαίως την υγείαν των, µέ δυό δολάρια την εβδοµάδα..
..Εις τάς γραµµάς οί εργάται έχουν ως κατοικίαν των τα παλαιά βαγόνια, τα οποία αφήνουν εις την διάθεσίν των αί εταιρείαι, η ξυλίνας καλύβας, κατασκευαζοµένας έπίτηδες δι” αύτούς εκ τά εργατικά στρατόπεδα, ισχύει δέ και εκεί όπως εκ τάς πόλεις τό κοινοβιακόν σύστηµα.»
Εδώ πρέπει να διευκρινισθή πως τά ποσοστά πού µάς δίνει η «Άτλαντίς» στην αρχή και αν ακόµη είναι ακριβή, πάντως αφορούν µάλλον στα πρώτα στάδια της ζωής των Ελλήνων µεταναστών, καθώς είναι γνωστό πώς οι περισσότεροί τους ασχολήθηκαν µετά µε το εµπόριο και τα ελεύθερα επαγγέλµατα, ενώ άλλοι πολλοί στις διάφορες υπηρεσίες, έχοντας πάντα στο νου τους πώς να κερδίσουν συντοµώτερα και να επιστρέψουν στην πατρίδα.
Υπάρχει όµως και µια άλλη ακόµη χειρότερη πτυχή της ζωής στην Αµερική, αυτή των παρανόµων µεταναστών, πού έζησε και ο Ανδρέας Κορδοπάτης.
Μετά διόµισυ χρόνια αγωνίαι και τρόµου από τα κυνηγητά των κλητήρων της µεταναστευτικής υπηρεσίας, δουλεύοντας σα ζώο κυνηγηµένο, µιά στους σιδηροδρόμους και στους φούρνους των ορυχείων, από τόνα µέρος στο άλλο, σε αποστάσεις χιλιάδων µιλλίων, πιάστηκε και στάλθηκε πίσω στην Ελλάδα..
___________________