Ελλάδα, Ιστορία
«Ο Μωρέας, η Ηπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία, τα νησία του Αρχιπελάγους, εν ενί λόγω η Ελλάς άπασα έπιασε τα όπλα»
Αλέξανδρος Υψηλάντης, Επαναστατική προκήρυξη, 24/2/1821
Αλέξανδρος Υψηλάντης, Επαναστατική προκήρυξη, 24/2/1821
Μια από τις συνέπειες της καθιέρωσης (επί Οθωνα) της 25ης Μαρτίου ως εθνικής επετείου υπήρξε η αποσύνδεση στη νεοελληνική συλλογική συνείδηση της καθαυτό επαναστατικής εμπειρίας του 1821 από τα προεόρτιά της, έναν μήνα νωρίτερα, στη Μολδοβλαχία.
Κάτι οι ενδοπελοποννησιακοί τοπικιστικοί ανταγωνισμοί (αν η εθνεγερσία ξεκίνησε στην Αχαΐα ή με την απελευθέρωση της Καλαμάτας, δύο μέρες πριν από την υποτιθέμενη ύψωση του λαβάρου στην Αγία Λαύρα), κάτι ο πραγματικός περιορισμός της επανάστασης –ως μαζικού φαινομένου– στα εδάφη που αποτέλεσαν τελικά το πρώτο ελληνικό κράτος, ποιος ο λόγος να θυμάται κανείς πως η εναρκτήρια προκήρυξη του Αγώνα εκδόθηκε στις 24 Φλεβάρη στο Ιάσιο της Ρουμανίας, και μάλιστα με περιεχόμενο πολύ διαφορετικό από τη διεκδίκηση ανεξάρτητης κρατικής οντότητας για τους ελληνόφωνους (και αλβανόφωνους) χριστιανούς που ζούσαν στη νοτιότατη εσχατιά της Βαλκανικής;
Η γραμμή της αποσύνδεσης των δύο εγχειρημάτων έχει άλλωστε υπαγορευθεί εδώ κι ενάμιση σχεδόν αιώνα από τον εθνικό μας ιστορικό, τον αρχιτέκτονα της εικόνας που η νοερή κοινότητα των Νεοελλήνων διαμόρφωσε στο μεσοδιάστημα για τη διαχρονική ιστορική της διαδρομή.
«Είναι άραγε αναγκαίον να διέλθωμεν διά μακρών την ελεεινήν εκείνην ιστορίαν;»αναρωτιέται χαρακτηριστικά στο κανονιστικό έργο του, όταν έρχεται η στιγμή να περιγράψει τα γεγονότα της επτάμηνης εκστρατείας του Αλέξανδρου Υψηλάντη και των συντρόφων του μεταξύ Προύθου και Δούναβη (Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», τ. ΙΕ΄, Αθήνα 1971, σ. 21).
Εξίσου αρνητική απέναντι στο εγχείρημα του τσαρικού πρίγκιπα υπήρξε και η αριστερή ιστοριογραφία, που προτίμησε ν’ ασχοληθεί με τα κοινωνικά συμφραζόμενα της νικηφόρας επανάστασης στη νότια Ελλάδα.
Παρά τον τυχοδιωκτισμό και την αποκοπή του από την εκεί κοινωνία, το κίνημα του Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες δεν παύει όμως ν’ αποτελεί έναν βασικό κρίκο για την κατανόηση της αλυσίδας των διαδικασιών που οδήγησαν στη διαμόρφωση του σημερινού ελληνικού έθνους.
Τη μετάβαση, με άλλα λόγια, από τις υπερτοπικές νοερές κοινότητες των ελληνόγλωσσων αναγνωστών και των ριζοσπαστικοποιημένων μικροαστών της βαλκανικής διασποράς, που οραματίζονταν τη μεταφύτευση της γαλλικής επαναστατικής εμπειρίας στην οθωμανική Ανατολή, στην τελική οικοδόμηση μιας εδαφοποιημένης συλλογικής οντότητας, όπου τα κοινά βιώματα του οκτάχρονου αγώνα λειτούργησαν ως συγκολλητική ύλη και νοηματοδότηση μιας συνειδησιακής τομής, παρ' όλες τις αντιφάσεις (ταξικές ή πολιτισμικές) που εμπεριείχε αυτή η συλλογική διαδρομή.
Αν μη τι άλλο, ο αυτοκαταστροφικός «αντιπερισπασμός» της Μολδοβλαχίας αποτυπώνει στην καθαρότερη δυνατή μορφή της την κοινωνική δυναμική (και τα όρια) του συνωμοτικού δικτύου της Φιλικής Εταιρείας κατά την ύστερη φάση της μαζικοποίησής του: μια συμμαχία ελληνόγλωσσων ή εξελληνισμένων Βαλκάνιων μικροαστών με τη «φωτισμένη» μερίδα της περιφερειακής χριστιανικής οθωμανικής γραφειοκρατίας, απουσία πολιτικών και οργανωτικών δεσμών με την ντόπια αγροτιά, στήριξη σ’ ένα «πολυεθνικό» συνονθύλευμα επαγγελματιών πολεμιστών και την ενθουσιώδη (αλλά τεχνικά ανεπαρκή) στράτευση της νεανικής αστικής διανόησης.
Στοιχεία που συναντάμε μεν εν μέρει και στον μεγάλο σηκωμό του νότου, με την καθοριστική όμως εδώ ποιοτική διαφορά της κινητοποίησης των αγροτικών μαζών, που προσέδωσε στην εξέγερση τον χαρακτήρα αυθεντικής κοινωνικής επανάστασης· σε αντίθεση, θυμίζουμε, προς τις γραπτές οδηγίες του Υψηλάντη, που απαγόρευαν ρητά «να αρματωθή ο τυχών, διά την προξενουμένην σύγχυσιν και ζημίαν από την απειρίαν του όχλου», αλλά να παραμείνει η στρατολογία κάτω από τον πλήρη έλεγχο των προεστών και του αδερφού του (Χ. Τρικούπης, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Α΄, Εν Λονδίνω 1860, σ. 29).
Στην περίπτωση του κινήματος των Ηγεμονιών, το υπό συγκρότηση επαναστατικό υποκείμενο παρέμεινε αντίθετα μέχρι τέλους εντελώς φανταστικό, περιλαμβάνοντας (όπως διαπιστώνουμε από την εναρκτήρια προκήρυξη του Ιασίου) ακόμη και περιοχές όπως η Σερβία ή η Βουλγαρία, η απρόσκοπτη υπαγωγή των οποίων στη μελλοντική Ελλάδα τεκμαιρόταν με βάση την υποτιθέμενη καταγωγή των (χριστιανών) κατοίκων τους από τους 300 του Λεωνίδα και τους Αθηναίους τυραννοκτόνους Αρμόδιο και Αριστογείτονα...
Διακόσια σχεδόν χρόνια μετά, η ελληνική βιβλιογραφία για τα γεγονότα αυτά εξακολουθεί να εμπλουτίζεται. Οχι μόνο με νεωτερικές ιστοριογραφικές επεξεργασίες, απόρροια των καινούργιων ερωτημάτων που θέτει η εξέλιξη της θεωρίας και της κοινωνίας σε παλιά ζητήματα, αλλά και με ελληνικές μεταφράσεις έργων που είδαν παλαιότερα το φως σε λιγότερο προσιτές γλώσσες.
Ακόμη και πρωτογενών πηγών, που παρέμεναν στα αζήτητα από τη μακρινή εκείνη εποχή.
Τι ζητούν οι Ελληνες στη Μολδοβλαχία;
Τα απομνημονεύματα γράφονται λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο το εξιστορούμενο παρελθόν αλλά και το μελλοντικό κοινό, μπροστά στα μάτια και την κρίση του οποίου θα ξεδιπλωθεί η ζωή του αυτοβιογραφούμενου.
Αυτός ο τελευταίος παράγοντας διαδραματίζει συχνά εξίσου αποφασιστικό ρόλο, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του τελικού πονήματος, με τη διάνοια, τον χαρακτήρα ή την ποιότητα της γραφίδας του συγγραφεα: όσο πιο αντιφατικό, απαιτητικό και λιγότερο δεδομένο είναι αυτό το νοερό κοινό τόσο πιο ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται συνήθως και η αφήγηση.
Στην περίπτωση των αδελφών Καντακουζηνού, δυο Ρώσων ευγενών ελληνομολδαβικής καταγωγής που μετείχαν στα πρώτα στάδια της Ελληνικής Επανάστασης και εξέδωσαν τις αναμνήσεις τους το 1824 στη Χάλλη της Γερμανίας, το δυνητικό αυτό κοινό απαρτιζόταν από δύο κυρίως υποσύνολα: παλιούς συντρόφους, ενώπιον των οποίων τα δύο αδέρφια απολογούνται για τις ατομικές επιλογές τους όσον αφορά τη διεξαγωγή και την εγκατάλειψη του αγώνα, κυρίως όμως την τοπική κοινωνία της Σαξονίας, στην οποία οι συγγραφείς προσπαθούσαν να ενταχθούν και προς την οποία πρωτίστως απευθύνονταν, αφού το βιβλίο τους κυκλοφόρησε στα γερμανικά.
Εξ ου και ο υπόρρητα απολογητικός τόνος του, οι επανειλημμένες προσπάθειες να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις περί κοινωνικού ριζοσπαστισμού του ελληνικού εθνικού κινήματος, η απουσία εξιδανίκευσης των επαναστατικών πεπραγμένων· αυτό το τελευταίο υπαγόρευε άλλωστε η ανάγκη, όχι μόνο πειστικότητας απέναντι στο γερμανικό αναγνωστικό κοινό, αλλά και δικαιολόγησης της δικής τους απομάκρυνσης από μια σύρραξη που δεν είχε ακόμη κριθεί.
Το βιβλίο συγκροτείται από δυο μέρη:
(α) το «Υπόμνημα» που ο Γεώργιος Καντακουζηνός, συνταγματάρχης του ρωσικού στρατού και σύντροφος του Αλέξανδρου Υψηλάντη, συνέταξε τον Οκτώβριο του 1821, μετά την αναχώρησή του από τη Μολδοβλαχία, εξιστορώντας τη δράση του εκεί, και
(β) 33 ανώνυμες επιστολές του 1821 από τη νότια Ελλάδα, όπου περιγράφονται τα συμβάντα στα οποία μετείχε ο Αλέξανδρος Καντακουζηνός, στενός συνεργάτης του Δημητρίου Υψηλάντη, που είναι και ο πιθανότερος συντάκτης τους.
Η ελληνική έκδοση («Δυο πρίγκιπες στην ελληνική επανάσταση», Αθήνα 2015, εκδ. Ασίνη) συμπληρώνεται από μια εκτενέστατη εισαγωγή –κι εξίσου εκτενή σχόλια– του πανεπιστημιακού καθηγητή Βασίλη Παναγιωτόπουλου.
Η αφήγηση του Γεωργίου, που θα μας απασχολήσει εδώ, αποτελεί μια συνοπτική μεν, αλλά εξαιρετικά ζωντανή περιγραφή του απονενοημένου διαβήματος των Φιλικών στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
Εγχειρήματος κυριολεκτικά μπρανκαλεονικού, με τα ετερόκλητα επαναστατικά στρατεύματα να περιφέρονται επί της ουσίας άσκοπα σε μια χώρα αδιάφορη ή εχθρική, εν αναμονή μιας εξωτερικής επέμβασης που αρκετά νωρίς συνειδητοποιούν ότι δεν πρόκειται να 'ρθεί.
Εμπειρία, επιπλέον, σημαδεμένη από τις αλλεπάλληλες απογοητεύσεις του αριστοκράτη αφηγητή για το έμψυχο υλικό που έχει κληθεί να διοικήσει· υλικό που απαρτίζεται μεν κυρίως από επαγγελματίες πολεμιστές (Βαλκάνιους μισθοφόρους των Ηγεμονιών) κι όχι απλούς χωρικούς, διατηρεί όμως όλα τα χαρακτηριστικά ενός προνεωτερικού συλλογικού υποκειμένου.
Αρχηγός των ατάκτων
Οι διαψεύσεις ξεκινούν αμέσως μετά το πέρασμα του Προύθου και την άφιξη του επιτελείου του Υψηλάντη στο Ιάσιο της Μολδαβίας:
«Αντί των 2.000 ανδρών, που κατά τις διαβεβαιώσεις του Δούκα, του Ορφανού και του Λασσάνη επρόκειτο να βρούμε, δεν μπορέσαμε να μαζέψουμε παρά 250 Αλβανούς, Σέρβους, Βουλγάρους και Μολδαβούς, ανθρώπους μαθημένους στην τεμπελιά, στην ακολασία και στη λεηλασία» (σ. 262).
Ευθύς εξαρχής, τα ήθη των μαχητών αναδεικνύονται σε κυρίαρχο ζήτημα – στον απολογισμό, τουλάχιστον, του αφηγητή:
«Βλέποντας την αταξία και την ασυδοσία των Αλβανών, έθεσα στον πρίγκηπα το θέμα:εάν δεν μάθαινε τους στρατιώτες του από την αρχή σε αυστηρή πειθαρχία, αργότερα, όταν θα γίνονταν πολυπληθέστεροι, δεν θα μπορούσε να τους χαλιναγωγήσει».
Ο Υψηλάντης όμως, αδιαφορώντας γι’ αυτές τις συμβουλές, «επέτρεπε στον καθένα να μαζεύει γύρω του ανθρώπους και να σηκώνει μια σημαία. Αυτή η κακή τακτική μάζεψε αυτόν τον αριθμό άχρηστων ανθρώπων και αυτό το πλήθος των αρχηγών που ούτε βάσεις είχαν, ούτε ήθος. Οταν αφήσαμε το Ιάσιο είχαμε λιγότερους από 400 άνδρες και 18 αρχηγούς με τις σημαίες τους» (σ. 263).
«Χρησιμοποίησα όλα τα μέσα που μπορούσα να φανταστώ για να επιβάλω την τάξη ανάμεσα στους άνδρες, να περιορίσω τις λεηλασίες και να συνηθίσω τους επικεφαλής στην υπακοή. Ολες μου οι προσπάθειες όμως έμειναν άκαρπες» – γι’ αυτό και, μετά την άφιξή τους στο Πλοέστι (23/3), παραιτείται από τα καθήκοντα του αξιωματικού υπηρεσίας (σ. 265).
Για τις επιπτώσεις αυτών των πρακτικών στον τοπικό πληθυσμό, ο Καντακουζηνός είναι βέβαια μάλλον διακριτικός.
Με μοναδική εξαίρεση μια παρεμπίπτουσα, λακωνική παραδοχή: κατά την αποστολή του από το Τιργκοβίστι προς το Γαλάτσι, τον Μάιο του 1821, γράφει:
«Ηθελα να αποφύγω να πάρω μαζί μου Αλβανούς, για ν’ αποφύγω να ερημώσω τη Μολδαβία, όπως είχε αρχίσει να γίνεται στη Βλαχία» (σ. 270).
Επήλυδες και ντόπιοι
Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που ο ντόπιος πληθυσμός απουσιάζει ουσιαστικά από την όλη αφήγηση – με κάποιες σποραδικές, κι εδώ, εξαιρέσεις.
Μετά την αναδίπλωση του Υψηλάντη στο Τιργκοβίστι, διαβάζουμε, «είχαν οριστεί 2.500 κάτοικοι της πόλης για τις οχυρωματικές εργασίες», μισθοδοτούμενοι «για τις εργασίες που είχαν εκτελέσει» (σ. 269).
«Τα βουνά της Μπράντσα», σημειώνει πάλι παρακάτω ο αφηγητής, «τα βρήκα κατειλημμένα από τους κατοίκους που είχαν λάβει διαταγή από τον Ισπράβνικο να συγκεντρωθούν οπλισμένοι και να μη με αφήσουν να περάσω. Μου κόστισε απίστευτη κούραση και προσπάθεια να κερδίσω αυτούς τους ανθρώπους για να μ’ αφήσουν όχι μόνο να περάσω αλλά και να μου δώσουν τρόφιμα για τους άνδρες μου· οι παρακλήσεις και το χρήμα βοήθησαν σ’ αυτό» (σ. 279).
Εξίσου επώδυνη με τις υλικές καταστροφές αποδεικνύεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις η αποψίλωση των τοπικών πόρων διαβίωσης από τα ξένα στρατεύματα·φαινόμενο που ο Λέων Τρότσκι θα περιγράψει αργότερα, ως αυτόπτης μάρτυρας των Βαλκανικών πολέμων, ως τον «πόλεμο που τρέφει τον εαυτό του».
Η περιγραφή του Καντακουζηνού είναι κι εδώ αρκετά εύγλωττη:
«Αν και στο Ιάσιο είμαστε περίπου 350 άνθρωποι, καταναλώναμε καθημερινά 4.000 ψωμιά και ακόμα υπήρχαν διαμαρτυρίες για τις ελλείψεις».
Τα αποθηκευμένα τρόφιμα και ζωοτροφές «γρήγορα έμαθα ότι πολλοί αρχηγοί τα μοίραζαν μεταξύ τους και τα πουλούσαν» (σ. 282).
Οταν διέταξε, τέλος, τους οπλαρχηγούς να καταλάβουν συγκεκριμένες θέσεις στα περίχωρα, αυτοί «δήλωσαν ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν την πόλη πριν φανεί ο εχθρός και ότι αν δεν μπορέσουν να την κρατήσουν, θα της βάλουν φωτιά και θα την κάψουν» (σ. 286).
Για τον ευπατρίδη αφηγητή, σημασία είχε βέβαια κυρίως η εγχώρια αριστοκρατία.
«Ακόμα και οι Βογιάροι [οι Ρουμάνοι ευγενείς] μάς εγκατέλειψαν, αφού για μερικές ημέρες διαπραγματεύονταν μαζί μας», σημειώνει στην αρχή των αναμνήσεών του (σ. 266), ενώ ακόμη γλαφυρότερος είναι όταν περιγράφει τις προσπάθειές του να σταθεροποιήσει την κατάσταση, λίγο πριν από την τελική κατάρρευση:
«Αυτή λοιπόν ήταν η κατάσταση την οποία επρόκειτο να συναντήσω στη Μολδαβία. Αντί των 2.600 ανδρών και των 28 κανονιών που έπρεπε να βρίσκονται στο Γαλάτσι, βρήκα την πόλη στα χέρια των Τούρκων, τους Ελληνες νικημένους και τα κανόνια να έχουν λαφυραγωγηθεί. Στο Ιάσιο βρήκα, αντί μια νόμιμη Κυβέρνηση και ένα στρατιωτικό σώμα 1.400 ανδρών, τίποτα άλλο παρά τον Πεντεδέκα με 70 Αλβανούς, 50 Ελληνες και περίπου 90 Μολδαβούς και Τσιγγάνους, που τους ονομάζανε Κοζάκους και που ήτανε οι περισσότεροι άοπλοι και χωρίς στολές! [...]
Σ’ αυτή την κατάσταση αποφάσισα να καλέσω τους Βογιάρους δεύτερης και τρίτης τάξεως να γυρίσουν πίσω και να τεθούν επικεφαλής της Κυβερνήσεως, για να μπει μια τάξη και να σταματήσει η καταστροφή της χώρας» (σ. 281).
Την εποχή που συνέβαιναν τα παραπάνω, στην ύπαιθρο της Βλαχίας διεξαγόταν μια παράλληλη επαναστατική διαδικασία με σαφή κοινωνικά χαρακτηριστικά: η αγροτική εξέγερση του Τουντόρ («Θεόδωρου») Βλαδιμηρέσκου.
Ο Καντακουζηνός υπολογίζει τους ένοπλους αγρότες του τελευταίου σε 7.100, συν 1.500 του συμπολεμιστή του Σάββα Καμινάρη, τη στιγμή που ο Υψηλάντης διέθετε μόλις 985 πολεμιστές και οι σύμμαχοί του οπλαρχηγοί κάπου 2.500 (σ. 271-2).
Στους αριστοκράτες επικεφαλής του ελληνικού «αντιπερισπασμού», τα επαναστατημένα αυτά πλήθη ήταν όμως μάλλον απωθητικά.
Αναχωρώντας στις 9 Μαΐου από το Τιργκοβίστι για τη Μολδαβία, θυμάται ο συγγραφέας, «συμβούλεψα τον πρίγκηπα Υψηλάντη, για πολλοστή φορά, να μην έχει καμία εμπιστοσύνη στον Σάββα και τον Θεόδωρο [...]. Αλλά ο πρίγκηπας τους κοινοποίησε, μέσω κάποιου Μακεντόνσκυ, όλα τα σχέδιά του» (σ. 271).
Λίγο αργότερα, ο Βλαδιμηρέσκου δολοφονήθηκε πάντως από τους ανθρώπους του Υψηλάντη, με την κατηγορία της «προδοσίας» (27/5/1821)· ενέργεια που σηματοδότησε και την οριστική αποκοπή της στρατιάς των Φιλικών από την τοπική κοινωνία.
Ο σώζων εαυτόν σωθήτω
Σημείο τομής για την αποσύνθεση του κινήματος αποτέλεσε η είδηση της αποκήρυξής του από τον τσάρο και τον Καποδίστρια, αποκήρυξης που ενταφίαζε οριστικά τα σχέδια για ρωσική στρατιωτική επέμβαση:
«Τότε άρχισαν ανωμαλίες και λεηλασίες κάθε είδους. Κανένας δεν σκεφτόταν πλέον τον πατριωτικό πόλεμο, αλλά καθένας ζητούσε να έχει το πλεονέκτημα. [...] Κάθε οπλαρχηγός προσπαθούσε να πάρει με το μέρος του όσους περισσότερους άνδρες μπορούσε και έτσι από τους 3.000 άνδρες που αρχικά είχαμε συγκεντρώσει, στον πρίγκηπα έμειναν πιστοί, ως Ιερός Λόχος, μόνο 300 άνδρες. [...]
Η πορεία μας από την Κολεντίνα στο Τιργκοβίσι έμοιαζε με φυγή: επικρατούσε φοβερή αταξία, τα τρόφιμα έλειπαν και ο καθένας προσπαθούσε να αποκτήσει όσο μπορούσε περισσότερα» (σ. 267).
Με δεδομένη την κατάρρευση του εγχειρήματος, ως μόνη προοπτική επιβίωσης διαφαινόταν πλέον η καταφυγή στον επαναστατημένο Μοριά.
Προοπτική που αφορούσε όμως μόνο τον κεντρικό πυρήνα των επαναστατών και όχι τους επαγγελματίες πολεμιστές που είχαν συρρεύσει ευκαιριακά κάτω από την ίδια σημαία:
«Στη θλιβερή μας κατάσταση ελπίζαμε να μας επέτρεπαν οι Σέρβοι τη διάβαση προς την Ελλάδα. Εμείς θα περνούσαμε μόνο με τον Ιερό Λόχο, γιατί οι περισσότεροι Αλβανοί σ’ εκείνα τα μέρη είχαν εγκατασταθεί καλά και δεν ήθελαν να περάσουν το Δούναβη» (σ.267).
Ολα αυτά τα σχέδια θάφτηκαν, ως γνωστόν, οριστικά στο Δραγατσάνι και επισφραγίστηκαν με τη φυγή του υψηλαντικού επιτελείου στην Αυστρία.
Εχοντας εγκαταλείψει τη Βλαχία για τη Μολδαβία ήδη από τον Μάιο, ο Καντακουζηνός θ’ αποφύγει την ύστατη αντιπαράθεση με τον εκεί οθωμανικό στρατό στο Σκουλένι (17/6/1821), καταφεύγοντας στο ρωσικό έδαφος με πρόσχημα μιαν ακόμη ανταρσία των υφισταμένων του.
Δέκα μέρες νωρίτερα, είχε ωστόσο προλάβει ν’ αναλύσει με ωμό ρεαλισμό σ’ έναν απ’ αυτούς, τον οπλαρχηγό Θανάση Καρπενησιώτη, πόσο ανώφελη έβλεπε την ηρωική αυτοθυσία τους «σε μια εχθρική χώρα» (σ. 287).
Τα ίχνη του Μόσκοβου
Το πιο κρίσιμο ίσως ερώτημα γύρω από το κίνημα του Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες αφορά την πραγματική έκταση της εμπλοκής του ρωσικού κράτους στο όλο εγχείρημα.
Η εντυπωσιακή αδράνεια του ασφυκτικού πλέγματος ασφαλείας απέναντι στις κινήσεις του στρατηγού κατά το προηγούμενο διάστημα, η κάλυψη του συνωμοτικού δικτύου της Φιλικής Εταιρείας από τις ίδιες υπηρεσίες αλλά και μια ακριτομυθία της τσαρίνας Ελισάβετ στην ιδιωτική της αλληλογραφία (περί «αποστολής» του Υψηλάντη στην τότε ρωσοτουρκική μεθόριο) αποτελούν πρώτης τάξης τροφή για τα σχετικά σενάρια, από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας.
Εξαιρετικά καλοδεχούμενη, ως εκ τούτου, η πρόσφατη έκδοση δύο κλασικών έργων του παλαίμαχου Γκριγκόρι Αρς, του συστηματικότερου μέχρι σήμερα ερευνητή των ρωσικών αρχείων για ό,τι σχετίζεται με τη νεοελληνική Ιστορία.
Το 2011 κυκλοφόρησε η ελληνική μετάφραση της διδακτορικής του διατριβής («Η Φιλική Εταιρεία στη Ρωσία», εκδ. Παπασωτηρίου) και ακολούθησε το 2015 η μονογραφία «Ο Ιωάννης Καποδίστριας στη Ρωσία» (εκδ. Ασίνη) – υπό την αιγίδα, και τα δύο, του Κέντρου Ελληνορωσικών Ιστορικών Ερευνών.
Πρωτοδημοσιευμένη στη Μόσχα το 1970, η διατριβή του Αρς συνδυάζει την αξιοποίηση των διαθέσιμων ελληνικών πηγών με μεγάλο αριθμό ρωσικών εγγράφων.
Ιδιαίτερα διαφωτιστικές είναι οι πληροφορίες που μας παρέχει για την «υπόθεση Γαλάτη» (την ανακάλυψη και συγκάλυψη της Εταιρείας από τις ρωσικές Αρχές το 1817), αλλά και για την υλική υποστήριξη που οι Φιλικοί τής τότε Νότιας Ρωσίας παρείχαν στο κίνημα του Υψηλάντη· δραστηριότητα που πολλαπλασίασε μεν τις υποψίες πως η Φιλική Εταιρεία δρούσε ως προέκταση του ρωσικού βαθέος κράτους, συνεχίστηκε όμως και μετά τη λήψη των πρώτων απαγορευτικών μέτρων από τις εκεί Αρχές, τον Απρίλιο του 1821.
Χωρίς ν’ αποσαφηνίζονται τελεσίδικα οι στρατηγικές επιλογές της ρωσικής ηγεσίας, το βιβλίο τεκμηριώνει ενδελεχώς την ανεκτική στάση των ανώτερων κλιμακίων της παραμεθόριας (τουλάχιστον) διοίκησης απέναντι στους επαναστάτες.
Στάση που μπορεί να υπαγορευόταν από απλή συμπάθεια προς ένα ομόδοξο έθνος («Οι Ελληνες μάχονται απελπισμένα κι εμείς οι ορθόδοξοι καθόμαστε και κοιτάμε», γράφει χαρακτηριστικά τον Μάιο σε ιδιωτική επιστολή του ο διοικητής της Βεσσαραβίας, Ι. Ν. Ιντζόφ), ίσως όμως αρχικά να υπάκουε και σε κεντρικές οδηγίες. Τα σχετικά τεκμήρια παραμένουν, πάντως, ζητούμενα.
Ακόμη διαφωτιστικότερο είναι ένα μεταγενέστερο άρθρο του Αρς (1989), ενσωματωμένο ως παράρτημα στην ελληνική έκδοση.
Με βάση αρχειακό υλικό που κατέστη προσβάσιμο στον συγγραφέα μετά την ολοκλήρωση της διατριβής του, παρέχει άγνωστα μέχρι σήμερα στοιχεία για τις κινήσεις των ιδρυτών της Φιλικής στην Οδησσό κατά την εκκόλαψη της οργάνωσης, κυρίως όμως αποκαλυπτικές πληροφορίες για τη διαπλοκή του Υψηλάντη με τα υψηλόβαθμα κλιμάκια της ρωσικής διπλωματίας.
Μία μόλις μέρα μετά την κήρυξη της επανάστασης, μαθαίνουμε, ο τελευταίος έστειλε στον Ρώσο πρέσβη της Κωνσταντινούπολης ένα πακέτο εγγράφων προς διανομή σε εγχώριους αποδέκτες· μεταξύ άλλων, και την (άκαρπη) εντολή προς την τοπική εφορεία των Φιλικών για εμπρησμό της οθωμανικής πρωτεύουσας, κατάληψη του ναυστάθμου και απαγωγή του σουλτάνου.
Εντολή που ο Αρς σκιαγραφεί μεν υπαινικτικά στο δημοσίευμα του 1989, παραθέτει όμως αυτολεξεί στην έκδοση της αλληλογραφίας του Υψηλάντη που συνεπιμελήθηκε αργότερα με τον καθηγητή Σβολόπουλο («Alexandre Ypsilanti. Correspondance», Θεσσαλονίκη 1999, εκδ. ΙΜΧΑ, σ. 72).
Εξίσου ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται η εξιστόρηση της καριέρας του Καποδίστρια στην υπηρεσία του τσάρου, που πραγματεύεται το δεύτερο βιβλίο του Αρς. Βασισμένος κυρίως σε ρωσικό αρχειακό υλικό, ο συγγραφέας παρακολουθεί τη διαδρομή τού μετέπειτα κυβερνήτη, από τα πρώτα του βήματα ως απλού διπλωματικού υπαλλήλου στην Αγία Πετρούπολη (1809-11) και την ταχύτατη ανάδειξή του σε υπουργό Εξωτερικών (1815), μέχρι τον παραγκωνισμό και την εύσχημη καθαίρεσή του λόγω της Ελληνικής Επανάστασης (8/8/1822).
Η αφήγησή του αναδεικνύει τις αντιφάσεις που ο βιογραφούμενος βίωνε ως ανώτατος αξιωματούχος μιας ευρωπαϊκής δύναμης, από τη μια, και φορέας μιας συντηρητικής εκδοχής του ελληνικού εθνικισμού, από την άλλη.
Ενθερμος πολέμιος της Φιλικής Εταιρείας το 1819-20, όταν καταδίκαζε με ταξική υπεροψία τα στελέχη της σαν «κακομοίρηδες που ανακατεύονται με υποθέσεις που δεν υπάγονται, ούτε θα υπαχθούν ποτέ στην αρμοδιότητά τους», συνειδητός όμως ταυτόχρονα προστάτης τους απέναντι στην οθωμανική εξουσία και τις ευρωπαϊκές αστυνομίες· άνθρωπος που πρωτοστατούσε στους σχεδιασμούς της Ιερής Συμμαχίας για την εξάλειψη της «επαναστατικής μόλυνσης», αλλά που μετά το ξέσπασμα της εθνεγερσίας σχεδίαζε έναν ρωσοτουρκικό πόλεμο, ως μόνη προοπτική σωτηρίας του γένους.
Το αποκορύφωμα αυτών των αντιφάσεων ήρθε τον Μάρτιο του 1821, όταν ο Καποδίστριας ένιωσε να συνθλίβεται ανάμεσα στον ενδόμυχο θαυμασμό του για τη χειρονομία του Υψηλάντη και την οργανική ένταξή του στο επιτελείο της πανευρωπαϊκής αντεπανάστασης.
«Η επιστολή του είναι το άκρον άωτον της τελειότητας κι εγώ ήμουν καταδικασμένος να της απαντήσω», έγραφε για τον πρώτο στην κοινή τους φίλη, Ρωξάνδρα Στούρτζα (26/3/1821), για ν’ ακολουθήσει, τέσσερις μέρες μετά, η ορθολογική δικαιολόγηση της στάσης του προς τον αδελφό της Αλέξανδρο: «Τη στιγμή που την Ευρώπη απειλούν από παντού οι επαναστατικές εκρήξεις, πώς να μην αναγνωρίσουμε στην έκρηξη που συνέβη στις Ηγεμονίες το πανομοιότυπο αποτέλεσμα των ίδιων καταστροφικών αρχών, των ίδιων σκευωριών», που δική του αποστολή ήταν να καταπνίγει;
_________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου