Ο άνθρωπος που μειδιά στη φωτογραφία δεν ανήκει στους επώνυμους ήρωες της μεγάλης αντιφασιστικής ιστορίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο William Demetrios είναι όμως ένας από τους εκατομμύρια ανθρώπους που με την καθημερινή τους προσπάθεια συντέλεσαν στην τελική έκβαση της στρατιωτικής αναμέτρησης. Πρόκειται για έναν εργάτη της βαριάς βιομηχανίας που δούλεψε αδιάκοπα, όπως και πολλοί και πολλές άλλοι και άλλες, με στόχο να ανατραπεί η υπεροχή των δυνάμεων του Άξονα στα πολεμικά μέτωπα. Οι γραμμές παραγωγής της αυτοκινητοβιομηχανίας και της χαλυβουργίας, εκεί που συλλαμβάνει ο φακός τον William Demetrios, είχαν τη δική τους ξεχωριστή ιστορία· είχαν τροφοδοτήσει το αμερικανικό οικονομικό θαύμα της δεκαετίας του 1920, είχαν νεκρώσει στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης μετά το κραχ του 1929 και είχαν υπάρξει το επίκεντρο της δυναμικής εμφάνισης των νέων εργατικών συνδικάτων στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Από τη στιγμή της εισόδου των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο, τον Δεκέμβριο του 1941, είχαν έναν μόνο σκοπό: την παραγωγή αρμάτων μάχης με προορισμό τα καθοριστικά μέτωπα του πολέμου στον ιταλικό νότο, στη Νορμανδία, και στη Σοβιετική Ένωση. Όσο και αν η προσοχή μας στρέφεται, όπως είναι λογικό, στους πολλούς που έχασαν τη ζωή τους στο μέτωπο, στους στρατηγικούς ελιγμούς, και στις μεγάλες αποφάσεις, είναι αναγκαία η υπόμνηση της άλλης διάστασης της πολεμικής αναμέτρησης: της μάχης στα μετόπισθεν.
Οι τρεις, προσεκτικά τοποθετημένες για να είναι ευδιάκριτες, κονκάρδες στο κασκέτο του William Demetrios συμπυκνώνουν τη διαπλοκή και το διάλογο ανάμεσα στις εμπειρίες του μεσοπολέμου, την ένταση της πολεμικής προσπάθειας και τις προσδοκίες του μεταπολεμικού κόσμου. Στα δεξιά, η μορφή του προέδρου Ρούζβελτ υπενθυμίζει το νέο κοινωνικό συμβόλαιο της δεκαετίας του 1930 και την ταύτιση των λαϊκών τάξεων με την πολιτική και κοινωνική συμμαχία του New Deal. Τη βάση της, όπως είναι γνωστό, αποτελούσε η αποφασιστική κρατική παρέμβαση στην οικονομία, η θέσπιση μηχανισμών κοινωνικής πρόνοιας και η αναγνώριση των εργατικών δικαιωμάτων που είχαν εκμηδενιστεί στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης. Στο κέντρο, το σήμα της νίκης πλαισιωμένο από το σύνθημα Buy War Bonds (Αγοράστε πολεμικά ομόλογα) μαρτυρεί την ιδέα της από κοινού συστράτευσης, της υπαγωγής του ατομικού συμφέροντος στις ανάγκες μίας κοινωνίας σε πόλεμο. Οι Αμερικανοί πολίτες, μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς, εμφανίζονταν έτοιμοι να δεσμεύσουν τις οικονομίες τους προκειμένου η ομοσπονδιακή κυβέρνηση να διαθέτει περισσότερα χρήματα για την πολεμική προσπάθεια. Τέλος, η κονκάρδα στα αριστερά με τη μορφή ενός εργάτη και το αρκτικόλεξο S.W.O.C αναφέρεται στον κόσμο της οργανωμένης εργασίας. Το Steel Workers Organizing Committee αποτελούσε τον οργανωτικό ιστό των βιομηχανικών συνδικάτων στην παραγωγή του χάλυβα, στην καρδιά της αμερικανικής οικονομίας. Η υπόμνηση του πρόσφατα αναγνωρισμένου, ύστερα από σκληρές απεργίες, ρόλου των εργατικών συνδικάτων λειτουργεί ως γέφυρα με το μέλλον· με την προσδοκία ενός μεταπολεμικού μέλλοντος που θα αναγνώριζε τα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας.
Στη διαπλοκή ανάμεσα στα διαφορετικά χρονικά επίπεδα υπάρχει μία ακόμα διάσταση. Ο William Demetrios εκτός από όλες τις άλλες ιδιότητες του, δεν έπαυε -όπως φανερώνει το όνομά του- να είναι ένας μετανάστης. Με έναν παράξενο τρόπο ο πόλεμος υπήρξε για ανθρώπους σαν και αυτόν ένα διαβατήριο κοινωνικής και πολιτικής κατοχύρωσης. Οι ρίζες της ιστορίας αυτής ανάγονται στον τρόπο που στην αμερικανική περίπτωση -στο πρώτο έθνος στη νεότερη ιστορία που αντλούσε την νομιμοποίησή του από την υπόσχεση της πολιτικής ισότητας και όχι από την ιδέα της κοινής καταγωγής- ο πόλεμος λειτουργούσε ως κατεξοχήν μηχανισμός ενσωμάτωσης των μεταναστευτικών πληθυσμών. Από τους Ιρλανδούς μετανάστες που φτάνοντας στη Νέα Υόρκη οδηγούνταν στα αιματηρά πεδία του Εμφυλίου Πολέμου έως τους νέους μετανάστες που πολέμησαν υπό την αστερόεσσα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η συμμετοχή στο μέτωπο λειτουργούσε ως το απόλυτο τεκμήριο εξαμερικανισμού. Η μόνη προϋπόθεση ήταν ο μετανάστης να απαρνηθεί την χώρα καταγωγής του προς όφελος της νέας του πατρίδας. Μια χαρακτηριστική τελετή στο προαύλιο του εργοστασίου της Φορντ στα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου αποτυπώνει τη συλλογιστική αυτή: μετανάστες εισέρχονταν διαδοχικά σε μία χοάνη φορώντας τις παραδοσιακές τους ενδυμασίες· όταν εξέρχονταν ήταν ομοιόμορφα ντυμένοι με σύγχρονα ρούχα και κρατούσαν μία αμερικανική σημαία.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά. Το ιδεολογικό πρόσημο της παγκόσμιας αναμέτρησης δημιουργούσε νέες δυνατότητες για κάποιον να είναι ταυτόχρονα Αμερικανός και μετανάστης. Η προϋπόθεση εδώ ήταν διαφορετική: η χώρα καταγωγής του έπρεπε να ανήκει στο ίδιο στρατόπεδο με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτός είναι ο λόγος που η συνοδευτική λεζάντα της φωτογραφίας του William Demetrios συνδέει το δικό του έργο στη γραμμή παραγωγής με την απόκρουση της φασιστικής εισβολής στις Ηνωμένες Πολιτείες και ταυτόχρονα με την απελευθέρωση της Ελλάδας από την γερμανική κατοχή. Η διάχυτη συμπάθεια για την επιτυχή ελληνική αντίσταση στην ιταλική εισβολή του 1940, οι φιλελληνικές κινήσεις και οι οργανώσεις αρωγής προς τον ελληνικό λαό συνιστούν όψεις της συνταύτισης μεταξύ Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών ιδίως μετά την οριστική είσοδο της Αμερικής στον πόλεμο. Την ίδια στιγμή χιλιάδες νέοι ελληνοαμερικανοί βρίσκονταν, μαζί με γηγενείς, νέους από άλλες μεταναστευτικές κοινότητες και αφροαμερικανούς στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Η κοινή εμπειρία του χαρακώματος παρήγαγε μία μοναδική αίσθηση συνανήκειν και απόλυτης ισότητας που με τη σειρά της μεταμόρφωσε τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τον πόλεμο- ας μην ξεχνάμε ότι τα κινήματα για πολιτική και κοινωνική ισότητα χρησιμοποίησαν την εμπειρία του πολέμου ως τεκμήριο για την ανάγκη κατάργησης των διακρίσεων. Ο πόλεμος, στα μετόπισθεν και στην πρώτη γραμμή, λειτουργούσε ως μία διαδικασία εξαμερικανισμού, στο εσωτερικό της οποίας υπήρχε άφθονος χώρος για προοδευτικές και ριζοσπαστικές αναγνώσεις.
Η επίγνωση της μετάβασης από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στον Ψυχρό Πόλεμο σκιάζει τη δυνατότητά μας να συλλάβουμε το εκρηκτικό φορτίο των προσδοκιών για την «επόμενη μέρα» που είχε δημιουργήσει η ατμόσφαιρα της κοινής αντιφασιστικής προσπάθειας. Για πολλούς και πολλές, όπως ίσως ο William Demetrios, οι θυσίες του πολέμου είχαν νόημα γιατί υπόσχονταν την ιστορική υπέρβαση των συνθηκών που είχαν οδηγήσει στον πόλεμο: την οριστική ήττα του πολιτικού ολοκληρωτισμού, αλλά και την ταυτόχρονη εξαφάνιση των κοινωνικών αιτιών που τον είχαν τροφοδοτήσει και ανάγονταν στη μεγάλη καπιταλιστική κρίση του μεσοπολέμου. Η προσδοκία μίας μεταπολεμικής ρύθμισης που θα είχε στο επίκεντρο τα δικαιώματα των παραγωγών του πλούτου στηριζόταν στην ιδέα της συνέχισης της συνεργασίας μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, της αναγνώρισης του ρόλου της οργανωμένης εργασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, της αποδοχής ενός νέου προγράμματος για την Ευρώπη στηριγμένου στα προοδευτικά προγράμματα των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και στην αναμορφωτική δύναμη των αντιφασιστικών ιδεών. Ο κόσμος της εργασίας, και ειδικά της μεταναστευτικής εργασίας, είχε πληρώσει βαρύ τίμημα στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης όταν οι η ανεργία, οι εξώσεις, η εργασιακή περιπλάνηση και η στέρηση κάθε προοπτικής είχαν παραλύσει την αμερικανική κοινωνία. Ο ίδιος αυτός κόσμος, οι απλοί άνθρωποι στη βάση της οικονομικής πυραμίδας όπως συνήθιζε να λέει ο πρόεδρος Ρουζβελτ, συγκρότησε τη ραχοκοκκαλιά της αντιφασιστικής προσπάθειας· τόσο στα μετόπισθεν, όσο και στο μέτωπο. Υπό την οπτική αυτή το αμήχανο μειδίαμα του William Demetrios αποτυπώνει την καρτερία και την προσμονή που επέτρεψε σε εκατομμύρια ανθρώπους να ελπίζουν και να μάχονται την ώρα της μεγαλύτερης κρίσης της σύγχρονης ιστορίας.
* Ο Κωστής Καρπόζηλος είναι ιστορικός, διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ)
ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ: επιμέλεια Νατάσσα Δομνάκη
_______________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου